5 Νοεμβρίου 2008

Cental Park afternoon (10)



Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1989,

Παγερή Κυριακή και το Σέντραλ Παρκ φαντάζει ειδυλλιακό για τους ταλαιπωρημένους κατοίκους της άγρυπνης μεγαλούπολης. Στα κρυστάλλινα, παγωμένα νερά της λίμνης επιπλέουν μουσκεμένα τα ξερά, νεκρά φύλλα των, σχεδόν γυμνών, δέντρων γύρω. Κάποια φύλλα αντιστέκονται στο χειμώνα που έρχεται. Το θρόισμα τους, σιωπηλή μουσική. Στην απατηλή αντηλιά του αχνού φωτός, που τα πυκνά σύννεφα επιτρέπουν να φτάσει στη γη, οι κάθε λογής επισκέπτες του πάρκου γαληνεύουν. Άλλοι παρατηρούν ράθυμα τη φυσική ομορφιά του. Άλλοι διασκεδάζουν με σπορ και αστεία με φίλους. Ζευγαράκια απολαμβάνουν μια γωνιά ησυχίας κρυμμένοι στην ανωνυμία του πλήθους, και τη σκιά μερικών, αειθαλών, δέντρων. Κάθε παγκάκι και μια μικρή, προσωπική, ξεχωριστή ιστορία... Μωσαϊκό διαφορετικότητας, ανθρώπινο παζλ με πράσινο φόντο, στην καρδιά της μουντής, γκρίζας μητρόπολης…

Ένα ξανθό αγοράκι παίζει με τη μητέρα του στο γρασίδι με μια μικρή, γαλάζια μπάλα. Εκείνη, καλοντυμένη, νεαρή και καλοστεκούμενη, με το μακρύ εκρού παλτό της να σκεπάζει το λυγερό της κορμί. Επιδερμίδα αλαβάστρινη, λευκή όπως του γιου της. Τα έντονα γαλαζοπράσινα μάτια της μοιάζουν με μεθυστικό τέχνασμα της φύσης του πάρκου, που μαγνητίζουν την προσοχή και αντανακλούν το αχνό φως του γλυκού απογεύματος. Τα κοντά καρέ, σχεδόν αντρικά κουρεμένα, καστανόξανθα μαλλιά της, φαντάζουν τρυφερή μεταμφίεση, άτυχη προσπάθεια να δείχνει λιγότερο γοητευτική, λιγότερο προκλητική. Λες και νιώθει ενοχές για την ομορφιά της. Το γλυκό, μελαγχολικό, βλέμμα και οι εκφράσεις της υποδηλώνουν την ανάγκη της για ειρήνη. Μα δεν είναι ξέγνοιαστη, σίγουρα. Κάτι στο χώρο, κάτι στην ατμόσφαιρα, δείχνει να μη την αφήνει να αφεθεί στην ευτυχία που της ανήκει…

Η μπάλα κυλά προς τη λίμνη…
-«Άντριου, μην τρέχεις, περίμενε! Πρόσεχε αγάπη μου…»

Τρέχει να προλάβει το μικρό αγόρι. Μα ο μικρός Andrew τρέχει γρήγορα και εκείνη φορά ψηλοτάκουνες μπότες. Το παιδί προσπαθεί να προλάβει τη μπάλα. Μα δεν μπορεί… Απέλπιδα προσπάθεια! Το παγωμένο νερό της λίμνης τον νικά καθώς πέφτει για να πιάσει τη μπάλα. Βρίσκεται να παλεύει με το νερό που τον σπρώχνει στον πάτο. Δεν ξέρει κολύμπι… Εκείνη τρέχει κοντά του. Ώσπου κάτι, κάποιος φαίνεται να της τραβά απότομα την προσοχή. Γλιστράει και πέφτει στο γρασίδι. Δεν μπορεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί να βοηθήσει το γιο της. Αυτό που κοιτά είναι πολύ δυνατό, την έχει απορροφήσει εντελώς. Μια μαύρη τρύπα στο μυαλό της! Οι σκέψεις μαύρες κάνουν τρομακτικό χορό μέσα της: «Μα πως είναι δυνατόν; Γιατί είναι εδώ; Πως Μας βρήκε;»

-«Τζέην! Τζέην!» «Άσε τον ήσυχο, ακούς; Μη τον πλησιάσεις! Σταμάτα, σε παρακαλώ, δε φταίει αυτός σε κάτι! τον αγαπώ! είναι ότι έχω...»

Μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά και πάλλευκη επιδερμίδα έστεκε σιωπηλή, μερικά μέτρα δίπλα της. Το μακρύ μαύρο παλτό της και τα μεγάλα, εξίσου μαύρα γυαλιά της, έκαναν την αλλόκοτη γυναικεία παρουσία να μοιάζει τρομακτική.

Η φωνή της παγερή, μελωδική, σχεδόν τραγουδιστή μα αλλόκοτη:
-«Με πρόδωσες!. Κανείς δε σε αγάπησε όσο εγώ. Με άφησες. Με ξέχασες. Είσαι αδύναμη χωρίς εμένα. Μα σε συγχωρώ! Δεν ήρθα για κακό. Με χρειάζεστε και οι δύο το ξέρεις... Όμως δεν πρόκειται να με αφήσεις ξανά! Έχω έρθει για σένα. Όλα θα γίνουν όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Όπως τα είχαμε ονειρευτεί! Σε βρήκα! Τώρα είναι η σειρά σου. Ξέρεις που να με βρεις…»

Μια μεγάλη στιγμή σιωπής.
-«Είστε καλά; Χτυπήσατε;»
Η φωνή του βρεγμένου, νεαρού άνδρα που κρατούσε στην αγκαλιά του, παγωμένο, το μικρό αγόρι, ξύπνησε απότομα τη χαμένη στις σκέψεις της γυναίκα…

Το βλέμμα της γεμάτο φόβο, πανικό και ενοχή! Ενοχή που δεν είναι αρκετά ικανή, αρκετά δυνατή για να προστατεύσει το μόνο άνθρωπο που αγαπά, το μικρό της αγγελούδι. Μα δεν ήταν η λίμνη με τα παγωμένα νερά που τη γέμισε με φόβο…

-«Τζέην! Τζέην σε παρακαλώ περίμενε!»
Η σκοτεινή φιγούρα της μαυροντυμένης γυναίκας απομακρύνονταν με σταθερό βήμα.
Η νεαρή γυναίκα, αφήνοντας το γιο της στην αγκαλιά του ξένου άνδρα, λες και δεν έβλεπε πια τίποτα εκτός από τη μυστήρια Τζέην, άρχισε να τρέχει από πίσω της!
Όσο πιο γρήγορα έτρεχε τόσο περισσότερο έτρεχε και εκείνη… Στο μακρύ πλακόστρωτο πεζόδρομο, κάτω από τα ψηλά δέντρα του πάρκου, οι περαστικοί σάστιζαν στο παράδοξο, αινιγματικό θέαμα! Ένα πρωτόγνωρο, αλλόκοτο κυνηγητό.
Διέσχισε πολλά μέτρα, σπρώχνοντας, τρέχοντας παραπατώντας. Αλαφιασμένη, πανικόβλητη! Το πάρκο ήταν τόσο μεγάλο και εκείνη τόσο αργή…
Φτάνοντας στην έξοδο του είδε τη μαυροντυμένη γυναίκα να διασχίζει την πολυσύχναστη λεωφόρο και να χάνεται στο πλήθος απέναντι. Μα έπρεπε να την προλάβει, έπρεπε να δώσει ένα τέλος!
Διέσχισε το δρόμο με μιάς, δίχως να κοιτάξει πίσω, δίχως να κοιτάξει στο πλάι.
Και το τέλος δόθηκε γρήγορα απρόσμενα και με θόρυβο.

Ο τρομακτικός ήχος του φρεναρίσματος, από τα λάστιχα της μαύρης, γυαλιστερής Buick του υπαστυνόμου Anderson δεν ήταν αρκετός για να σταματήσει το από την υπερβολική, όπως πάντα, ταχύτητά του το αυτοκίνητο.
Το κορμί της άψυχης γυναίκας κείτονταν στο πλάι του δρόμου.
Ο υπαστυνόμος πετάχτηκε αμέσως έξω από το αμάξι και έτρεξε προς το μέρος του τόσο άτυχου, απρόσεκτου διαβάτη της λεωφόρου. Στην όψη της νεκρής γυναίκας σάστισε. Ένιωσε το την ανάσα του να κόβεται. Τα διαπεραστικά γαλαζοπράσινα μάτια της τον κοιτούσαν ακόμη, άψυχα. Μαρτυρούσαν για πρώτη φορά το φόβο, την ευαισθησία και τον καλά κρυμμένο πόνο της. Ο Anderson είδε τη σκέψη του να ταξιδεύει, στιγμιαία, πίσω στο χρόνο καθώς έκλεινε, με τρυφερότητα, τα μάτια της κοπέλας: «Σκοτεινή, ειρωνική και περιπαικτική η μοίρα των ανθρώπων, μικρή μου Emily…»
Τα αυτοκίνητα και οι περαστικοί συνέχισαν να κινούνται γρήγορα, απρόσωπα και μηχανικά προς τις δύο κατευθύνσεις του δρόμου. Οι σειρήνες του ασθενοφόρου ακούγονταν από μακριά καθώς πλησίαζαν.

-«Μαμά! Μαμά;»
Στην αγκαλιά του ξένου άνδρα που το έσωσε, ένα μουσκεμένο, παγωμένο αγοράκι κλαίει. Ζητά φοβισμένο τη μαμά του να επιστρέψει. Οι πένθιμες σειρήνες της λεωφόρου δε φτάνουν ως εκεί…

Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο Central Park, το παγωμένο απόγευμα του Νοέμβρη;



written and edited by mr.androu

28 Οκτωβρίου 2008

Ψυχεδέλεια (9)



Νέα Υόρκη, 1978,


Ημίφως. Κορμιά σκιές κινούνται ερωτικά, παθιασμένα, άλλοτε ρυθμικά και άλλοτε μηχανικά και απροσάρμοστα στο άκουσμα της έντονης διαπεραστικής μουσικής. Η φωνή του Morrison, λίγα χρόνια μετά το μυστήριο θάνατο του, ακόμη αντηχούσε καθημερινά, πειραγμένη κάπως, στο μυστηριακό στούντιο γνωστού, επαναστατικού visual artist.

Μουσική, έρωτας, σκόνη στον αέρα, χάπια, ηδονή. Το κυνήγι της μέθεξης.

Μια κοπέλα θέλει να πετάξει. Μοιάζει με άγγελο ξανθό, άγιο κορμί, πρόσωπο άγιο. Διαπεραστικό, πρόστυχο, οργισμένο και, ταυτόχρονα, φοβισμένο, τρυφερό, το γαλαζοπράσινο βλέμμα της. Θέλει να γίνει ένα με τα πλάσματα του ουρανού. θέλει να τα φτάσει, να τα αγγίξει, να τους κάνει παθιασμένο έρωτα, να τα αγαπήσει και τα την αγαπούν. Εδώ όλα μπορούν να συμβούν. Είναι ο χώρος που οι νέοι ταξιδεύουν στην ψυχή τους, σε μια ονείρωξη δίχως ύπνο σε μια στιγμή έξω από το χρόνο, σε μια έκρηξη αυτοκαταστροφικής ευτυχίας, απόδρασης από το μελαγχολικό, θλιμμένο εαυτό τους.Το παράθυρο ανοιχτό, μοίαζει με πόρτα. Ειναί κοντά...


«Αααααααα!!», κραυγή απόγνωσης. Μετά σιωπή.



Τρεις μέρες αργότερα,

Η μαύρη, σκονισμένη Buick του υπαστυνόμου Anderson, σταμάτησε με θόρυβο στην είσοδο της παλιάς, επιβλητικής πολυκατοικίας, από πέτρα και γυαλί. Η μυρωδιά του καμένου λάστιχου από το φρενάρισμα σκοτεινή προοικονομία των διαθέσεων του «άγριου μπάτσου» όπως πολλοί τον αποκαλούσαν. Πεσμένα, νεκρά φύλλα στο πλάι του δρόμου. Παγερό πρωινό του Νοέμβρη…

Στην τραχιά όψη του υπαστυνόμου με τη μακριά, γκρι καπαρντίνα, όλοι στο στούντιο σάστισαν. Εκείνος περπάτησε αποφασιστικά προς το μέρος που κάθονταν ο γνωστός καλλιτέχνης:


-«Καλημέρα σας υπαστυνόμε. Θα μπορούσα να μάθω το λόγο που εισβάλλετε άκομψα, απρόσκλητος, στο χώρο μου;»

-«Πριν από τρεις μέρες εξαφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα, ονόματι Emily Wintour. Τη γνωρίζετε;»

-«Χμμ.. Πολλά κορίτσια έρχονται και φεύγουν κάθε μέρα… Γλυκιά μου Έμιλυ! Ήρθε πριν λίγο καιρό πρώτη φορά… Δυστυχώς έχω πολλές μέρες να τη δω. Εξαφανίστηκε μου λέτε; Απορώ…Ελπίζω να βρεθεί σύντομα, έχω πολλές σκέψεις για το μέλλον της θα κάνει πολλά… Ενημερώστε με για ό,τι νεότερο! Λυπάμαι που δεν ξέρω περισσότερα, αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω αλήθεια. Εδώ δεν έχει σημασία ποιος είσαι μπαίνοντας. Αλλά ποιος γίνεσαι φεύγοντας. Τα παιδιά εξερευνούν την ψυχή τους ξέρετε…»

-«Περίεργο που δεν ξέρεις περισσότερα ενώ την είδαν να μπαίνει στο κτίριο πριν τρία βράδια ακριβώς. Καλύτερα να προσέχεις τι λες… Οι Περίοικοι λένε πως άκουσαν κραυγές αργά τη νύχτα. Η κοπέλα είναι συγγενής του Δημάρχου, από αυστηρή οικογένεια. Οι δικοί της δεν θα αφήσουν την υπόθεση μέχρι να βρεθεί. Ζωντανή η νεκρή. Και αν κάποιος φταίει για ό,τι μπορεί να έχει συμβεί, θα φροντίσω να το πληρώσει πολύ ακριβά. Εσύ τι θεωρείς πιθανότερο να έχει συμβεί, φίλε μου;»

-«Οι εικασίες σας με εντυπωσιάζουν, αλλά με προσβάλλουν παράλληλα… Σας είπα δεν γνωρίζω τίποτα. Η κοπέλα δεν ήταν εδώ πρόσφατα. Για οτιδήποτε άλλο σας παρακαλώ να έρθετε με ένταλμα και το στούντιο είναι στη διάθεση σας. Ευχαρίστως να καταθέσω ότι γνωρίζω για την κοπέλα. Τώρα, σας παρακαλώ φύγετε, ενοχλείτε τα παιδιά που δουλεύουν.»

-«Μάλιστα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τη σημασία της κατάστασης… Πιστεύω πως θα τα πούμε πολύ σύντομα.»


Γυρνώντας για να φύγει ο υπαστυνόμος αιφνιδιάσθηκε βλέποντας να βγαίνει από ένα δωμάτιο μια γυμνή γυναίκα, η σιλουέτα της τυλιγμένη με ένα λευκό μακρύ σεντόνι, το οποίο σέρνονταν στο παγωμένο πάτωμα. Τα εντυπωσιακά γυαλιστερά μακριά μαύρα της μαλλιά και η πάλλευκη επιδερμίδα μαγνήτιζαν κάθε τι γύρω τους. Η εντυπωσιακή κοπέλα φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά, σε μια ατυχή προσπάθεια να κρύψει τους μώλωπες που ήταν εμφανείς στο πρόσωπό της.

Η φωνή της βγήκε αέρινη, σχεδόν τραγουδιστή, μα μελαγχολική και αλλόκοτη:


-«Η Έμιλυ δεν είναι πια εδώ. Ταξιδεύει με τα πουλιά. Του ουρανού το απέραντο σπίτι τη φιλοξενεί. Είναι νεκρή! Είναι ζωντανή! Του μεγάλου πάρκου το πράσινο γρασίδι σκεπάζει το σώμα της. Η ψυχή της, το νερό της λίμνης από ψηλά κοιτάζει… Όλα την αγαπούν, όλα τη θέλουν! Είναι ο κόσμος δικός της. Είναι ελεύθερη!


Ο Anderson σάστισε για μια στιγμή από τη μυστηριακή απαγγελία της νεαρής γυναίκας… Τις σκέψεις του διάκοψε αμέσως ο καλλιτέχνης:


-«Τζέιν πήγαινε μέσα σε παρακαλώ!... Μην ακούτε τι λέει η κοπέλα. Ονομάζεται Jane Davis και έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.. Είναι σπάνιο ταλέντο ζωγραφικής. Όμως είχε προβλήματα με ναρκωτικά και προσπαθούμε όλοι εδώ να την βοηθήσουμε. Δεν έχει σπίτι. Πριν λίγες μέρες προσπάθησε να πέσει ψηλά από τη βιβλιοθήκη σε μια ανόητη, "ακίνδυνη" απόπειρα αυτοκτονίας… Όμως μην ακούτε τι λέει, παραληρεί… Σας παρακαλώ αφήστε μας μόνους έχει πάλι κρίση. Θα έρθω όποτε θελήσετε στο τμήμα για ότι άλλο χρειαστείτε για την αναζήτηση της Έμιλυ. Όμως τώρα απαιτώ να φύγετε από το σπίτι μου…»




Δέκα μέρες αργότερα.

Η έρευνα της αστυνομίας στο Σέντραλ Παρκ για την αναζήτηση του πτώματος της νεαρής Emily Wintour ήταν ακόμη άκαρπη. Μια μυστήρια πληροφορία που ο υπαστυνόμος Anderson αρνούνταν να αποκαλύψει από πού προήλθε, οδήγησε σε δεκαήμερη προσπάθεια ανασκαφής με τη βοήθεια αστυνομικών σκύλων του πτώματος της κοπέλας που ο υπαστυνόμος έδειχνε πεπεισμένος πως βρισκόταν κάπου εκεί… Ώσπου τελικά, σε μια σκοτεινή γωνιά του πάρκου, κάτω από το την πένθιμη σκιά που τα αειθαλή δέντρα προσέφεραν, βρέθηκε ο αυτοσχέδιος, κρυμμένος τάφος…

Όμως το μυστήριο της εξαφάνισης δε λύθηκε τελικά. Αντίθετα, έγινε πιο περίεργο, πιο αλλόκοτο, πιο σκοτεινό. Ένα μέτρο κάτω από το παχύ γρασίδι δεν ήταν θαμμένο το πτώμα της Έμιλυ. Τυλιγμένος καλά με πλαστική, μαύρη σακούλα ήταν ένας κορνιζαρισμένος πίνακας. Αφηρημένη απεικόνιση της εξαφανισμένης κοπέλας. Πίνακας μυστήριος, αντιφατικός. Η μορφή της αθώα και λάγνα, όμορφη και μελαγχολική, γοητευτική και ψυχεδελική…


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε;



written and edited by mr.androu


15 Οκτωβρίου 2008

Ο γρίφος των William & David Jones (8)


Οκτώβριος 1984, κάπου στη Μ. Βρετανία,

Οι William και David Jones έμοιάζαν σαν δίδυμα αδέρφια. Τα ξανθά αγοράκια από το Bristol ήταν ίδια στην ηλικία (4 ετών), και είχαν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά προσώπου, όταν έχασαν τη ζωή τους από τον ιό ΗIV, τον οποίο είχαν κληρονομήσει και οι δύο από τους γονείς τους. Είχαν γεννηθεί σε νοσοκομείο του Bristol, με διαφορά δέκα ημερών. Το περίεργο ήταν πως τα παιδία είχαν το ίδιο επώνυμο, αλλά δεν ήταν αδέρφια.
Επίσης λίγες μέρες πριν το θάνατό τους ο David ζήτησε από τον πατέρα του, Willy Jones, να του φέρει δώρο, στην πολυτελή κλινική του Λονδίνου, όπου νοσηλεύονταν, ένα τεράστιο κουτί με σοκολάτες κάθε λογής, από εκείνα που έφερνε πάντα από τα συχνά του ταξίδια του για συναυλίες, στην Ευρώπη και την Αμερική τα τελευταία εικοσιεπτά χρόνια. Ο μικρός David μοιράστηκε, πρόθυμα, τις σοκολάτες με τον ξάδερφο του, William Jones, που νοσηλεύονταν στο διπλανό κρεβάτι.
"Να είσαι καλά παππού!", αναφώνησε ο μικρός William, όταν είδε τον Willy ξανά...

Η νεαρή νοσοκόμα που φρόντιζε τα δύο παιδιά, όσο εκείνα νοσηλεύονταν με τον μυστηριώδη, τότε, ιό στην κλινική, θα διηγείται σε όλη της τη ζωή τη σπάνια, αυτή, συγκυρία και τον τρόπο που συνέδεσε η μοίρα τα δύο αγόρια...

Τι, πραγματικά, συνέβη στην τραγική ιστορία των δύο παιδιών που, τόσο, έμοιαζαν; Ποιά ήταν η σχέση τους τελικά;


Η λύση του γρίφου

Οι μικροί William και David Jones ήταν όντως ξαδέρφια. Γεννημένοι με δέκα μέρες διαφορά το 1980 από δύο νεαρές δίδυμες κοπέλες. Οι δύο ξανθές αδερφές γνώρισαν μερικά χρόνια πριν τον ροκ μουσικό Willy Jones σε μια περιοδεία του. Σεξ, μουσική και ναρκωτικά, σε μια εποχή ελευθερίας και ξέφρενης απόλαυσης. Οι νεαρές groupies μοιράστηκαν τον Willy, έως ότου η μια εκ των δύο γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα το νεαρό γιο του Willy, Damien. Η σχέση των δυο ιδιόμορφων ζευγαριών, ακολούθησε παράλληλη πορεία μέχρι και τη γέννηση των παιδιών. Έτσι ο Willy ήταν πατέρας του David, και παππούς του William... Τα δύο αγόρια σχετίστηκαν με ένα περίεργο, σπάνια μοιραίο, και ταυτόχρονα θανάσιμο τρόπο. Πλήρωσαν με τη ζωή τους λάθη άλλων, και δεν απόλαυσαν ποτέ εκείνα, που στη φρενήρη ζωή των γονιών τους, οδήγησαν στο θάνατο όλη την ιδιόμορφη, αυτή, οικογένεια, μερικά χρόνια αργότερα…


written and edited by mr.androu

8 Οκτωβρίου 2008

Μισοτελειωμένο γράμμα (7) / Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ



Αγαπημένη μου Σάρα,


Πάνε ήδη δέκα μέρες που έχω να σε ακούσω, που έχω να σε δω. Προσπαθείς να μείνεις μακριά, να πείσεις τον εαυτό σου να μας απαρνηθεί. Μου φαίνονται όλες οι στιγμές μεγάλες, ο χρόνος δεν κυλά μακριά σου. Μου λείπεις όπως λείπει στη νύχτα το καθάριο, λευκό, φως του φεγγαριού. Πονάω! Κάθε μέρα που περνά το σώμα και ψυχή μου πονούν όλο και περισσότερο. Ένα μωρό μεγαλώνει μέσα μου και όλα μοιάζουν γύρω μου χαμένα. Νιώθω το προδομένο βλέμμα του άντρα μου να με κοιτά από ψηλά με οργή, θλίψη και παράπονο. Εκείνος έδωσε τη ζωή του για μένα και την πατρίδα του και δε θα είναι εδώ όταν γεννηθεί ο γιος του. Και ξέρει πόσο πρόδωσα την αγάπη και την πίστη του. Δε θα με συγχωρέσει ποτέ… Νιώθω μόνη. Προδότρια και προδομένη…

Προδομένη γιατί ότι έκανα το έκανα για μας. Η μοίρα θέλησε να μας φέρει κοντά, να διασταυρώσει τις ζωές μας. Να τα ανατρέψει όλα με μανία και πάθος… Δε μπορώ να πιστέψω πως όλα ήταν μια συγκυρία της στιγμής και ελπίζω πως αυτό είναι αμοιβαίο. Μπορούμε να αφήσουμε τη μοίρα να μας καθοδηγήσει στο δρόμο που εκείνη θέλει. Άσε τα όλα πίσω και έλα να φύγουμε μαζί! Δεν είσαι αληθινή στο γάμο σου, δεν είσαι γεμάτη στη ζωή σου όπως και εγώ. Έλα να ζήσουμε αυτό που με πόνο και ντροπή προσπαθούμε να κρύψουμε… Τόλμησε το μαζί μου. Και ότι γίνει… Θα είμαστε πάντα μαζί. Μη φοβάσαι. Μην κρύβεσαι από μένα. Είμαι η Άννα σου! Σε θέλω! Σε αγαπώ…(…)


Ο επιθεωρητής McHill δεν είχε ανάγκη να διαβάσει το κομμάτι που έλειπε από το τσαλακωμένο, μισοτελειωμένο, γράμμα που κρατούσε. Το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε μέσα στο λερωμένο φάκελο του. Έπειτα γέμισε το ποτήρι του με λίγο ακόμη από το αγαπημένο του μπράντυ, και έμεινε να κοιτάζει απορροφημένος τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι.

Το μυαλό του έτρεξε για άλλη μια φορά στο σταθμό του τρένου και όσα συνέβησαν τη μοιραία μέρα που έχασε τον παλιό, καλό του φίλο. Τόσο άδικα. Τόσο άδοξα. Τόσο τραγικά. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως η νοσοκόμα που φρόντιζε τις πληγές του Συνταγματάρχη, θα ήταν η ίδια μια θανάσιμη πληγή για εκείνον και την οικογένεια του. Την τόσο τέλεια οικογένεια. Την τόσο τέλεια σύζυγο… Ένα στιγμιαίο χαμόγελο για την αφελή, αστεία τραγική άποψη που είχε για τη γυναίκα του φίλου του.

Έπειτα θυμήθηκε τα όσα του αφηγήθηκαν οι μάρτυρες στο σταθμό για την επεισοδιακή συνάντηση των δύο εραστών λίγο πριν φτάσει το τρένο:


-«Σου είπα να μείνεις μακριά μου! Τελείωσε! Πως τολμάς να εμφανίζεσαι μπροστά στα παιδιά μου και να μου ζητάς να συγχωρέσω αυτό που έκανες με μια ανθοδέσμη. Έστειλες γράμμα στο Σαμ και του τα είπες όλα για να καταστρέψεις την οικογένεια μου από εκδίκηση που ο δικός σου άντρας δεν γύρισε ζωντανός! Μην παριστάνεις την ερωτευμένη λοιπόν! Δεν είσαι εδώ από έρωτα αλλά από απόγνωση φόβο και ανάγκη. Τι σου έκανα και προσπαθείς να καταστρέψεις όσα έχω;»

-«Ώστε αυτό έχεις πείσει τον εγωιστικό εαυτό σου πως συμβαίνει; Είμαι επτά μηνών έγκυος και νομίζεις πως με νοιάζει η εκδίκηση; Είμαι εδώ επειδή έχεις εξαφανιστεί και μόνο εδώ θα μπορούσα να σε δω… Ότι έκανα το έκανα για μας! Σε αγαπώ μου έλεγες θυμάσαι; Και τώρα στα δύσκολα φοβάσαι να ακολουθήσεις τη καρδιά σου, συμβιβασμένη στην πολυτελή, μισογεμάτη ζωή σου. Είμαι εδώ για να ξεκαθαρίσουν όλα! Είμαι εδώ για μας…»


Η λογομαχία ήταν έντονη. Η Σάρα μιλούσε ψυχρά και μειωτικά στην Άννα. Απείλησε τη ζωή της αν μιλήσει ξανά στο Συνταγματάρχη και δεν εξαφανιστεί από τη ζωή τους για πάντα. Έπειτα γύρισε την πλάτη της και περπάτησε προς τα παιδιά της που περίμεναν λίγο πιο μακριά, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Ξαναγύρισε μόνο στο άκουσμα των κραυγών του πλήθους, όταν η νεαρή νοσοκόμα έπεσε πανικόβλητη, γεμάτη απόγνωση, στις γραμμές του τρένου που έρχονταν. Ένα στιγμιαίο δάκρυ έτρεξε στο μάτι της Σάρα. Το σκούπισε βιαστικά και αγκάλιασε τα παιδιά της.



...Τον απορροφημένο επιθεωρητή ξύπνησε το νιαούρισμα της ράθυμης γάτας που έξυνε το ύφασμα της πολυθρόνας. «Πάλι πεινάς εσύ;» Χαμογέλασε μελαγχολικά και τη χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι. Έπειτα σηκώθηκε, και με αργά βήματα περπάτησε ως τη μικρή κουζίνα με το κίτρινο φως της λάμπας που κρεμόταν από το ταβάνι vα τον ζαλίζει ελαφρά, καθώς ετοίμαζε το δείπνο της…



written and edited by mr.androu



25 Σεπτεμβρίου 2008

Μισοτελειωμένο Γράμμα (7) / Απόγνωση (β)




Λονδίνο 1945.

Σταθμός Kings Cross, ώρα 16.15,


Σπρώχνοντας βίαια τα ταλαιπωρημένα, στοιβαγμένα κορμιά των επιβατών στους στενούς διαδρόμους του τρένου, ο Επιθεωρητής James McHill άκουγε τις κραυγές απόγνωσης και τρόμου του μαζεμένου πλήθους μπροστά, καθώς ακολουθούσε το νεαρό και σαφώς πιο ευέλικτο βοηθό του. Λίγο πίσω του ακολουθούσε ο Συνταγματάρχης Samuel Hamilton κουτσαίνοντας, σχεδόν ανεπαίσθητα.


-«Πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου! Πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου! Πετάχτηκε…»

Η φωνή του αμαξοδηγού απελπισμένη, βραχνή, διαπεραστική στριγκλιά ειλικρινείας.


Στην όψη της νεαρής γυναίκας ο Επιθεωρητής ένιωσε το λαιμό του να στεγνώνει απότομα και τη μιλιά του να χάνεται ξαφνικά! Τα ξανθά μαλλιά και το λευκό της δέρμα, είχαν παντού τα σημάδια του βίαιου θανάτου της. Το τρένο έχοντας φρενάρει αρκετά, χτύπησε με όση δύναμη ακριβώς χρειάζονταν για να πάρει τη ζωή της χωρίς, η μορφή της να αλλοιωθεί, λες και η μοίρα ήθελε να αναγνωρίσουν τη νεαρή νοσοκόμα. Τα καταγάλανα μάτια της ανοιχτά ακόμη λες και κάτι θέλουν να πουν. Σαν ένα αντίο σε κάποιον να θέλουν να δώσουν…


-«Ήταν έγκυος, ήταν έγκυος!». Φώναξε μια γυναίκα από το μαζεμένο πλήθος. Πράγματι, μέσα από τη ματωμένη στολή της νοσοκόμας, διαγράφονταν στη λιγνή της σιλουέτα η κοιλία εγκύου στα μισά, περίπου, της εγκυμοσύνης της. Ο Επιθεωρητής, σκούπισε μηχανικά τον παγωμένο ιδρώτα από το μέτωπό του, και της έκλεισε απαλά τα μάτια. Έμεινε σαστισμένος για μια στιγμή να κοιτά την άψυχη κοπέλα. Το λήθαργο του διέκοψε ο Συνταγματάρχης, στεκούμενος ένα βήμα πίσω του, με τρεμάμενη, διστακτική φωνή:

-«Τζέιμς λυπάμαι δεν μπορώ εδώ άλλο. Με περιμένουν άλλωστε. Θα μιλήσουμε. Αντίο…»


Σιγανά κλάματα μωρών και σιωπηλοί, αποσβολωμένοι, αγκαλιασμένοι άνθρωποι κοιτούσαν το μακάβριο θέαμα. Μια στιγμή ήσυχης απόγνωσης. Το γρι του ουρανού άφηνε μια αμυδρή, μελαγχολική αντήλια να απλώνεται στο σταθμό. Το βλέμμα του Τζέιμς γυρνώντας έπεσε στη Σάρα, τη γυναίκα του Σαμ που στεκόταν ντυμένη φινετσάτα όπως πάντα με ένα βαθύ μοβ ταγιέρ και εντυπωσιακό καπέλο, αγκαλιά με τα την κόρη και το γιο της, αρκετά μέτρα πίσω στο κέντρο της αποβάθρας.


Ο Επιθεωρητής μάζεψε την τσάντα της νεαρής και ξεκίνησε να απομακρύνει τον κόσμο από το σημείο. Το πένθιμο σκηνικό συμπλήρωναν τα σκορπισμένα υπολείμματα της ανθοδέσμης που κρατούσε η νεαρή κοπέλα όταν αυτοκτόνησε.

Anna Nathan, Νοσοκομείο Bristol, έγραφε η κάρτα της νοσηλεύτριας.

Μαζί, στην τσάντα της, ένα παλιό, φθαρμένο, πορτοφόλι, ένα καινούριο, ακριβό, κραγιόν και ένας τσαλακωμένος φάκελος Με τα στοιχεία του αποστολέα εμφανή...


Ο κρότος διαπεραστικός! Από πιστόλι σίγουρα. Ο Επιθεωρητής ξύπνησε απότομα από το στεναχωρημένο λήθαργο του. Ο πυροβολισμός ακούστηκε από το πίσω μέρος του τρένου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκίνησε να τρέχει αλαφιασμένος προς το σημείο απ όπου ήρθε, με το βαρύ κορμί του να τον δυσκολεύει. Έτρεχε με μανία στους άδειους, τώρα διαδρόμους του τρένου, λες και ήθελε να προλάβει κάτι…

Το πιστόλι του Σαμ πεταμένο στο πάτωμα του βαγονιού. Δίπλα το σωριασμένο πτώμα του αυτόχειρα συνταγματάρχη με τα μάτια ακόμη ανοιχτά, γουρλωμένα, γεμάτα απόγνωση. Το σημάδι της σφαίρας, στον κρόταφο, υποδήλωνε τι είχε συμβεί. Ο επιθεωρητής πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα έκλεισε στοργικά τα μάτια του φίλου του και του ευχήθηκε ψιθυριστά: «Πολλή η σοφία καλέ μου Σαμ… Αντίο».


Τέλος έψαξε βιαστικά το πτώμα και πήρε από τη δεξιά τσέπη του σακακιού, του νεκρού Συνταγματάρχη, τον τσαλακωμένο φάκελο και τον έκρυψε βιαστικά, βαθιά μες στη δική του τσέπη. Με μια ακόμη πιο βαθιά, ανακουφισμένη, μα πένθιμη ανάσα λησμονιάς, και με το βλέμμα κατεβασμένο, περπατούσε αργά, τώρα, στο διάδρομο προς το σημείο όπου ακούονταν το μαζεμένο πλήθος.


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο σταθμό Kings Cross;


(Η λύση του μυστηρίου στη διπλή ιστορία είναι νέα ανεξάρτητη ανάρτηση)



written and edited by mr.androu

24 Σεπτεμβρίου 2008

Μισοτελειωμένο γράμμα (7) / Το προτελευταίο βαγόνι (α)



Λονδίνο 1945.

Σταθμός Kings Cross, ώρα 16.10,


Το τρένο από Southampton, άφηνε ένα σταχτί ντουμάνι πυκνού καπνού στον φθινοπωρινό, ομιχλώδη, ουρανό της πόλης, καθώς έφτανε στο σταθμό.

Στους στενούς διαδρόμους και τα παλαιωμένα βαγόνια του, κόσμος πολύς στοιβαγμένος με προθυμία για να γυρίσει από τα πλοία της βίας, όσο πιο γρήγορα μπορεί στη γλυκά μολυσμένη, πάτρια γη του Λονδίνου. Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου είχαν περάσει πια, και μόνο καλύτερες μέρες μπορούσαν να έρθουν…

Στο προτελευταίο βαγόνι, ο επιθεωρητής James McHill, επέστρεφε παρέα με τον καλό του φίλο, Συνταγματάρχη Samuel Hamilton, που επέστρεψε μόλις, έπειτα από έξι μήνες στη μάχη. Τον τελευταίο, θα περίμεναν στο σταθμό η σύζυγος με τα δύο τους παιδιά.


-«Λοιπόν Σαμ, πως είναι να ξέρεις πως μπορείς πλέον να αγκαλιάσεις τη γυναίκα, και τα παιδιά σου χωρίς να φοβάσαι πως ίσως είναι η τελευταία φορά; Χωρίς να απειλεί κάτι την ευτυχία σας; Πόσο σε ζηλεύω φίλε μου… Μακάρι να έβρισκα και εγώ κάποια σαν τη Σάρα. Είσαι τυχερός. Ίσως γι αυτό ο πόλεμος δεν άφησε τα σημάδια του πάνω σου. Ο Θεός δεν ήθελε να χαλάσει κάτι τόσο καλό. Εμένα δεν με περιμένει κανείς πίσω. Μια γάτα Σιαμαία έχω και αυτή με σνομπάρει υποτιμητικά. χαχαχα».

-«Πάντα είχες τον τρόπο να πλέκεις την τύχη με τη μοίρα, Τζέιμς. Η τύχη είναι κάτι που έρχεται και φεύγει. Τη μοίρα μας την καθορίζουν οι επιλογές μας. Και η γάτα σου σε σνομπάρει για να σου δίνει ένα λόγο να προσπαθείς περισσότερα. Να μην εφησυχάζεις και πλανιέσαι. Η ευτυχία είναι μια ψευδαίσθηση. Μικρές καθημερινές χαρές την απαρτίζουν.»

-«Μεγάλη δόση σοφίας για ένα χαζό μπάτσο σαν εμένα Σαμ, χαχα. Και η γάτα τρώει πιο πολύ παρά σκοτίζεται με σοφίες και τι κάνω εγώ στη ζωή μου. Αρκεί να είμαι εκεί να τη χαϊδεύω και να την ταΐζω. Όντως η ευτυχία είναι απλή. Μα δύσκολη. Είσαι τυχερός μην το ξεχνάς αυτό παλιέ μου φίλε. Να ευχαριστείς την τύχη σου και να την τιμάς.»

-«Προσπαθώ Τζέιμς. Προσπαθώ.»


Τα πολυτελή μα εμφανώς ταλαιπωρημένα ρούχα του Συνταγματάρχη φανέρωναν τις κακουχίες του πολέμου. Η ανοιχτή του επιδερμίδα και τα κοντά ξανθά μαλλιά του έδειχναν ωχρά στο θαμπό μελαγχολικό φως του απογεύματος. Ο Επιθεωρητής με τα σγουρά μαλλιά και τα μακριά μουστάκια και τα μικροσκοπικά στρογγυλά γυαλιά, κοιτούσε με συμπάθεια και θαυμασμό το γεμάτο παράσημα λαδί πέτο του Σαμ. Το βλέμμα του έπεσε τυχαία στον τσαλακωμένο φάκελο που κρατούσε σφικτά στα ελαφρώς τρεμάμενα, γεμάτα σημάδια από τον πόλεμο, χέρια του, ο μελαγχολικός του φίλος.


Ξαφνικά το τρένο άρχισε να φρενάρει μανιασμένα! Σταμάτησε απότομα λίγα μέτρα πριν το σταθμό. Η ατμομηχανή έβγαζε ένα άγριο παραπονεμένο ήχο που έφτανε διαπεραστικός μέχρι το βαγόνι των δύο ταξιδιωτών. Κραυγές ακούγονταν να έρχονται από μακριά από το μισάνοιχτο παράθυρο. Η πόρτα άνοιξε απότομα λίγες στιγμές μετά! Ήταν ο βοηθός του Τζέιμς:


«Κύριε επιθεωρητά, ελάτε αμέσως! Κάποιος από το σταθμό έπεσε στις γραμμές του τρένου!»


Κόσμος μαζεύτηκε γρήγορα. Μπροστά στη μηχανή που κάπνιζε ακόμη, κείτονταν το άψυχο κορμί μιας νεαρής αιματοβαμμένης κοπέλας. Τα ρούχα της υποδήλωναν πως ήταν νοσοκόμα…

Ο Συνταγματάρχης κοίταξε από το παράθυρο προς το μαζεμένο πλήθος. Δίπλωσε βιαστικά το φάκελο και τον έβαλε στην τσέπη του, καθώς με αργό, διστακτικό, τραυματισμένο, βήμα ακολουθούσε τον επιθεωρητή στους στενούς, ασφυκτικά γεμάτους διαδρόμους του τρένου…


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο σταθμό Kings Cross;


(Συνεχίζεται στο β' μέρος.)



written and edited by mr.androu



18 Σεπτεμβρίου 2008

Το άρωμα του καπνού (6)


Κωνσταντινούπολη 1903, Δημαρχείο ώρα 13:11


Ο ντετέκτιβ Μουσχίρ κοιτάζει το παράθυρο σκεπτικός. Στο γραφείο του δημάρχου Αχμέτ η μυρωδιά του αίματος είναι κυρίαρχη. Λίγα βήματα δίπλα απ΄το ντετέκτιβ κείτεται το πτώμα του δημάρχου. Και διάσπαρτοι στο χώρο αστυνομικοί συλλέγοντας στοιχεία. Πριν από μισή ώρα η γραμματέας του τον βρήκε νεκρό, πλημμυρισμένο στο αίμα. Ο ντετέκτιβ παρατήρησε στο τασάκι του γραφείου ένα σβησμένο, με δύναμη, πούρο. Κοιτάζοντας το πτώμα, η τρύπα στο στήθος προέδιδε τον τρόπο δολοφονίας του άτυχου μεσήλικα. Αυτό που έπρεπε να βρει ο Μουσχίρ, ήταν το άτομο που πάτησε τη σκανδάλη.

Βγένοντας από το δωμάτιο, ο ντετέκτιβ βρήκε τη γραμματέα να κάθεται τρομαγμένη στην καρέκλα στη γωνία.
<<Δεσποινίς Σαλίμ ήσασταν η γραμματέας του. Μπορείτε να μου πείτε ποιοι τον επισκέφτηκαν σήμερα το πρωί. Εσείς φύγατε καθόλου από το γραφείο σας;>>
<<Κατά τις 9:30 ο τέως δήμαρχος, ο κ.Αχλέ τον συνάντησε. Είχαν προγραμματίσει το ραντεβού από την προηγούμενη. Λίγη ώρα αργότερα, κατά τις 11:00 τον επισκέπτηκε ο επιχειρηματίας κ.Σερεμέτ και κάθησαν αρκετή ώρα. Ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ήταν η γυναίκα του, η κ. Νεσχάν, η οποία ήρθε περίπου στις 12:00 αλλά κάθησε λίγο. Μου έκανε εντύπωση πως ακούστηκαν φωνές από το γραφείο και η γυναίκα του βγήκε έξω θυμωμένη. Δεν είδα τον κύριο Αχμέτ καθόλου. Κατά τις 10 και κάτι, λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο κ. Αχλε, μπήκα στο γραφείο και έδωσα στο δήμαρχο κάτι έγγραφα. Κατά τις 12:20 βγήκα στο απέναντι μαγαζί για να αγοράσω καφέ. Μπορεί να το επιβεβαιώσει ο μαγαζάτορας. Μόλις γυρισα, η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή. Μπήκα μέσα και είδα το φρικτό έγκλημα. Αμέσως σας ειδοποίησα.>>
<<Εκτός από τα χαρτιά, πότε άλλωτε μπαίνετε στο γραφείο του;>>
<<Λίγο μετά αφότου έρχεται, του πηγαίνω τον καφέ και τα πούρα του. Απορώ τι βρίσκει σ΄αυτά.>>



Στη συνέχεια ο ντετέκτιβ βρήκε τον πρώην δήμαρχο Αχλέ.
<<Είναι αλήθεια. Σήμερα το πρωί πέρασα από το γραφείο του δημάρχου Αχμέτ γύρω στις 9:30. Ήθελα να τον ενημερώσω, καθώς μόλις έχει αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, για την πορεία του δήμου μέχρι τώρα. Ήθελα να του δώσω μερικές συμβουλές. Έφυγα στις 9:50-9:55. >>
<<Κ.Αχλέ, δυσκολεύομαι να πιστέψω πως δεν είστε απογοητευμένος που χάσατε τη θέση σας. Απ΄ότι ξέρω, διαγραφήκατε και από την παράταξη. Πρέπει να χάσατε τα πάντα. Αλήθεια θα εκδικούσασταν;>>
<<Δεν έχω καμία σχέση με το φόνο.>>
<<Τον απειλήσατε;>>
<<Τι΄ναι αυτά που λέτε; Σε καμία περίπτωση.>>
<<Αλήθεια, κ.Αχλέ, καπνίζετε;>>
<<Μου αρέσει η γεύση και το άρωμα των πούρων, αλλά τι σχέση έχει αυτό;>>
<<Δεν έχει. Ευχαριστώ>>


Ο Μουσχίρ συνάντησε, αργότερα, τον Σερεμέτ.
<<Σήμερα το πρωί στις 11:00 πήγα στο γραφείο του κ.Αχμέτ, του νέου δημάρχου που μόλις που έχει εκλεγεί. Όπως γνωρίζετε έχω μια επιχείρηση που αναλαμβάνει δημόσια έργα. Του πρότεινα λοιπόν μια συμφωνία για τα επικείμενα έργα του δήμου.>>
<<Αν δεν κάνω λάθος κ.Σερεμέτ η επιχείρησή σας είναι στα πρόθυρα χρεωκοπίας.>>
<<Αυτές είναι φήμες. Εγώ δεν...>>
<<Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία με το δήμο, θα ήταν οικονομική ανάσα για σας. Κι απ΄ότι είδα από κάποια έγγραφα στο γραφείο του δημάρχου σήμερα, δεν επετεύχθη. Δύσκολο να σε απορρίπτουν, ε;>>
<<Δεν καταλαβαίνω τι λες. Εγώ του έκανα μια πρόταση. Δε συμφωνήσαμε. Αυτό δε σημαίνει ότι θα τον σκότωνα. Έτσι κι αλλιώς η μνηστή μου θα εύρισκε τρόπο να ορθοποδήσουμε. Είναι σπουδαία στα οικονομικά. Δε θα ρίσκαρα για μια συμφωνία να γίνω κύριος ύποπτος.>>
<<Για μια τυχαία συμφωνία, όχι. Ήταν, όμως, η τελευταία σας ελπίδα και το θεωρώ πιθανό. Και έτσι πάντως, ρισκάρετε. Πείτε μου, τι κάνατε μεταξύ 12:00 και 12:35;>>
<<Έφυγα από το γραφείο του Αχμέτ κατά τις 11:40 και γύρισα στη δουλειά μου. Από τις 12:20 και μετά ήμουν στο καπνιστήριο του κτηρίου και συζητούσα με ένα συνεργάτη μου.>>



Νωρίς το απόγευμα ο ντετέκτιβ συνάντησε και την κ.Νεσχάν.
<<Βρέθηκα, κατά τις 12 παρά, στο γραφείο του άντρα μου. Ήθελα να συζητήσουμε κάτι προσωπικό. Κάθησα περίπου 10 λεπτά.>>
<<Κ.Νεσχάν, η γραμματέας του δήλωσε πως άκουσε φωνές από μέσα. Τι συζητούσατε;>>
<<Τον τελευταίο καιρό δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά. Αφιέρωνε πολλές ώρες στη προσπάθειά του να αναλάβει το δήμο. Οι σχέσεις μας δεν περνούσαν και τις καλύτερες μέρες.>>
<<Νοιώθω, όμως, πως κάτι μου κρύβετε. Η ψευδής κατάθεση συνιστά αδίκημα. Αν πραγματικά δεν έχετε σχέση, πείτε μου τι, στ΄αλήθεια, συνέβη με το άντρα σας;>>
<<Εμείς δεν... Εντάξει. Τσακωθήκαμε το πρωί γιατί πιστεύω πως είχε σχέση με τη γραμματέα του, αυτή τη Σαλίμ. Δε θα άφηνα να τον πάρει αυτή.>>
<<Γι΄αυτό τον σκοτώσατε;>>
<<Δεν σκότωσα κανέναν. Έφυγα νευριασμένη από το γραφείο του πηγαίνοντας να πιω ένα καφέ. Δε θα έκανα φόνο ποτέ.>>
<<Μια τελευταία ερώτηση. Καπνίζετε;>>
<<Ορίστε; Το μισώ το κάπνισμα, αλλά δίπλα στον άντρα μου, φανατικό καπνιστή, έμαθα να το συνηθίζω.>>


Το βράδυ, ο Μουσχίν είχε βυθιστεί στις σκέψεις του. Ένοιωθε πως έλειπε κομμάτι από το παζλ. Κάτι που δεν είχε προσέξει, κάτι που δεν είχε σκεφτεί. Θυμόνταν ακριβώς τα λόγια των υπόπτων και έκανε υποθέσεις. Όλοι θα μπορούσαν να το έχουν κάνει. Όλοι είχαν κίνητρο. Η γραμματέας, αν πράγματι είχαν σχέση, από φόβο μη γυρίσει στη γυναίκα του, ο πρώην δήμαρχος επειδή του κατέστρεψε τη ζωή, ο επιχειρηματίας επειδή θα τον οδηγούσε σε πτώχευση και η γυναίκα του επειδή έβλεπε ότι μια άλλη γυναίκα είχε μπει στη ζωή του. Οι σκέψεις γύριζαν στο μυαλό του. Το κίνητρο, ο δολοφόνος, η ώρα δολοφονίας. Ποιος όμως, πότε και γιατί. Όλα ήταν μπερδεμένα, μέχρι που... <<μα βέβαια, πως δεν το πρόσεξα νωρίτερα...>>


Τι, πραγματικά, συνέβη στο δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης;


Η λύση του μυστηρίου

Ο δήμαρχος Αχμέτ δολοφονήθηκε από τη γραμματέα του, τη Σαλίμ.

Η Σαλίμ είπε ότι πήγε στο μαγαζί απέναντι στις 12:20. Η γυναίκα του Αχμέτ αποχώρησε από το γραφείο στις 12:10. Η γραμματέας, κοιτάζοντας τα ραντεβού και βλέποντας ότι το μόνο άτομο που μπορούσε να έρθει χωρίς αυτό, δηλαδή η γυναίκα του, είχε μόλις αποχωρήσει, ήξερε πως έχει 10, ασφαλή, λέπτα μπροστά της για να κάνει το φόνο χωρίς να τη δει κάποιος. Η δολοφονία έγινε μεταξύ 12:10-12:20.

Κοιτάζοντας, προσεκτικά, τις καταθέσεις, η προσοχή του Μουσχίρ έπεσε στα λόγια του Σερεμέτ. Ο επιχειρηματίας υποστήριξε πως η μνηστή του χειρίζεται πολύ καλά τα οικονομικά. Ο ντετέκτιβ έκανε συνειρμούς, ώσπου συνειδητοποίησε πως θύτες και θύματα σχετίζονταν επικίνδυνα και το κίνητρο άρχιζε να αποκαλύπτεται. Η μνηστή του Σερεμέτ είναι η Σαλίμ, η γραμματέας.
Η Σαλίμ κατάλαβε πως ο μόνος τρόπος για να αποφύγουν τη χρεωκοπία, ήταν η συμφωνία της εταιρείας του Σερεμέτ με το Δήμο. Όταν οι ελπίδες της γκρεμίστηκαν, εκείνη έφτασε στα όρια. Όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν τα όριά τους, οι πράξεις τους παρακάμπτουν τη λογική...

Όταν ο Μουσχίρ βρισκόταν στο γραφείο του δημάρχου, παρατήρησε πως το πούρο στο τασάκι είχε σβηστεί από κάποιον. Οι σκέψεις του ντετέκτιβ μπήκαν σε μια σειρά:
Ένα πούρο δεν σβήνεται πιέζοντάς το στο τασάκι. Ένα πούρο σβήνει μόνο του αν το αφήσουμε.

Καταλάβαινε πως το άτομο που έκανε το φόνο δεν γνώριζε σχετικά με τα πούρα. Αμέσως απέκλεισε τους δύο άντρες, τον Αχλέ και το Σερεμέτ. Στη συνέχεια σκέφτηκε τη γυναίκα του δημάρχου, τη Νεσχάν. Εκείνη, όμως, όπως η ίδια υποστήριξε παρόλο που δεν τα συμπαθούσε, ήξερε γι΄αυτά από τον άντρα της. Μοιραία, οι υποψίες έπεσαν πάνω στη γραμματέα. Η σχέση της με το Σερεμέτ, διέλυσε τις αμφιβολίες.



Το βράδυ, την ημέρα του φόνου

Ο ντετέκτιβ καθόταν ήρεμος στο μπαλκόνι του σπιτιού, απολαμβάνοντας το αγαπημένο του λευκό κρασί. Ο έναστρος ουρανός απλώνονταν μπροστά του. Χαμογέλασε. Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, ανάβοντάς το με το μαύρο αναπτήρα του. Ακούμπισε το φλεγόμενο χαρτί στη άκρη του πούρου και ρούφησε αργά. Έκλεισε τα μάτια και γέρνοντας το κεφάλι πίσω, μονολόγισε:
¨Δεν είναι η γεύση του καπνού και το χρώμα του που χαρίζουν την απόλαυση. Είναι το άρωμά του...¨


written and edited by
detective k

1 Σεπτεμβρίου 2008

Δίχως του Αυγούστου το φεγγάρι/Αίμα και νερό (5)



Κάπου στο Αιγαίο, 31 Αυγούστου '94


Τελευταία νύχτα του Αυγούστου και το φεγγάρι, λεπτή φλοίδα, φως ελάχιστο στέλνει στην ερημική παραλία. Η πανσέληνος ήρθε φέτος νωρίς… Ένας θολός διάδρομος φωτός χάνεται στο φουρτουνιασμένο πέλαγος. Διαπεραστική, κατακόκκινη λάμψη φωτοβολίδας, υψώνεται στον καθαρό ουρανό, κάπου στο βάθος!

Έρημη ακτή, έρημο πέλαγος. Ο αέρας από βορρά προς νότο φύσά λυσσασμένος, παρασύροντας ό,τι δεν είναι καρφωμένο στη γη του μικρού νησιού. Μόνο ένας τρελός θα ξανοιγόταν στη θάλασσα μια τέτοια νύχτα…


Το επόμενο πρωινό,

Ο υπαστυνόμος Αλεξίου ξύπνησε νωρίτερα απ ότι ήλπιζε, την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Το τηλεφώνημα τον ανάγκασε να πάρει το πρώτο πλοίο για το νησί.

Η σκηνή του Εγκλήματος τον περίμενε απείρακτη βάσει των οδηγιών του.

Η γαλάζια ξύλινη βάρκα είχε ξεβραστεί από τη βραδινή καταιγίδα στην ερημική παραλία. Το πένθιμο πέταγμα των γλάρων, μακρινός οιωνός του μακάβριου τοπίου, κάτω από το γκριζωπό, θλιμμένο, ουρανό.

Μέσα στη βάρκα τα δυο άψυχα νεαρά κορμιά, μουσκεμένα ακόμη από αίμα και νερό, κείτονται αντικριστά στο ξεβαμμένο εσωτερικό της βάρκας. Χωρίς κουπιά βρέθηκε η βάρκα. Αίμα και νερό παντού. Αίμα και νερό! Και ένα μισοάδειο μπουκάλι φτηνό ουίσκι να επιπλέει, μαζί με μαδημένα ροδοπέταλα, στην κόκκινη λιμνούλα, σχηματισμένη μέσα στο, επίσης νεκρό, σκαρί της βάρκας…

Τα δυο παιδιά, το αγόρι με τα άγουρα μούσια και τα σγουρά ξανθά μαλλιά, και το μελαχρινό κορίτσι με τα μακριά μπερδεμένα μα λαμπερά μαλλιά, το χαλασμένο μακιγιάζ και το κεντητό φόρεμα με τη χρυσή καρφίτσα στο πέτο. Και οι δυο φορούσαν κίτρινα πλαστικά αδιάβροχα. Το αίμα στο πλαστικό δείχνει πιο έντονο, πιο τρομακτικό, πιο θανάσιμο… Μια μαχαιριά βαθιά στο στέρνο και οι δύο. Ίδια ηλικία, ίδια ρούχα, ίδιος θάνατος. Το ματωμένο, καταδυτικό, μαχαίρι στο χέρι του πτώματος του νεαρού άνδρα.

Λίγο πιο πέρα, ο πατέρας της νεαρής κοπέλας, επαγγελματίας σφουγγαράς στο νησί, και από χρόνια χήρος, σπαράζει στην αγκαλιά της αδερφής του: «Το σκότωσε το κοριτσάκι μου! Το σκότωσε ο αλήτης, τη σκότωσε! Κόρη μου! Κόρη μου! Ζωή μου! Τη σκότωσε! Τη σκότωσες!» Έκλαιγε με λυγμούς καθώς το βλέμμα του χανόταν στα ατάραχα νερά του πελάγους…

Ο υπαστυνόμος Αλεξίου δεν ένιωσε την επιθυμία να κοιτάξει για πολύ ακόμη τα άψυχα, νεκρά κορμιά των παιδιών. Σκέπασε, προσεκτικά, με το πλαστικό κάλυμμα τη βάρκα, και περπάτησε με κατεβασμένο, θλιμμένο, βλέμμα την αμμουδιά προς τα αυτοκίνητα στην ανηφόρα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο σημείο του ορίζοντα που τα γκριζογάλανα νερά συναντούν το μελαγχολικό, πρόωρα φθινοπωρινό, ουρανό του Αιγαίου. Στη συνέχεια διέταξε τη σύλληψη του πατέρα της νεαρής κοπέλας, για φόνο Α’ βαθμού…


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε;



Η λύση του μυστηρίου


Η Άννα και ο Χρήστος δυσκολεύονταν να κρύψουν το νεανικό έρωτά τους. Η κυριαρχική, αυταρχική συμπεριφορά του κ Μιχάλη, χήρου πατέρα της νεαρής, ήταν τέτοια που έκανε κάθε εκδήλωση των αισθημάτων τους επικίνδυνη, πιθανώς μοιραία, για το παράνομο, ατίθασο πάθος τους. Σε δύο μέρες ο νεαρός άνδρας θα έφευγε για το πρώτο μπάρκο του και το ζευγάρι ήθελε να γιορτάσει με ένα ρομαντικό, ερωτικό και συνάμα ριψοκίνδυνα μυστικό τρόπο. Η παλιά βάρκα του πατέρα του, τους προσέφερε το ιδανικό καταφύγιο, μακριά από όλους και όλα. Μέχρι που η καλοκαιρινή καταιγίδα ξέσπασε…


Το έμπειρο, ναυτικό, μάτι του, πρόωρα γερασμένου από τις κακουχίες θάλασσας, σφουγγαρά διέκρινε, λες και από ένστικτο, την κόκκινη λάμψη στο μαύρο ουρανό του πελάγους.

Το εξίσου έμπειρο και γερασμένο, και ανθεκτικό καΐκι του αργά αλλά σταθερά πλησίαζε το σημείο που είδε τη φωτοβολίδα. «Μόνο τρελοί θα ρίσκαραν έτσι τι ζωή τους για να βρεθούν εδώ με τέτοια θύελλα…» Το φτηνό, «Μεταξά», κονιάκ τον κρατούσε ζεστό και αρκετά θαρραλέο ώστε να συνεχίσει…


Και έπειτα τα δύο σκαριά ανταμώθηκαν… Μεθυσμένες ψυχές, κορμιά μουσκεμένα. Ποιος να σκεφτεί ορθά και δίκαια… Ο κτητικός πατέρας βλέπει την κόρη του να κινδυνεύει να πνιγεί σε ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος, οδηγημένη από αυτόν που έχει κάνει δικά του, την καρδιά και το σώμα της… Θολωμένος από τη στιχομυθία και το αλκοόλ ο Γέρος βρέθηκε με το μαχαίρι του σφηνωμένο στο στήθος αυτού που πήγε να του κλέψει τη ζωή, τώρα εκείνος κλέβοντας τη δική του… Στιγμές σπαρακτικές… το μαχαίρι πέφτει ματωμένο στη βάρκα. Αίμα παντού! Γυρνάει να ζητήσει βοήθεια από την κόρη του για να κουβαλήσουν το νεκρό κορμί του Χρήστου. Μα εκείνη δεν απαντά. Εξίσου άψυχη με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Τα χέρια της το κρατούν αδύναμα, νεκρά μα αποφασισμένα. Αυτόχειρας που η μοίρα διάλεξε να πάρει… Συντροφιά τα δυο παιδιά θα κάνουν πια στους ουρανούς, πάνω από καταιγίδες και κύματα.

Ο κυρ Γιάννης μόνος στη βροχή. Κόκκινα χέρια με αίμα και νερό ποτισμένα. Φονιάς και φονευμένος. Μόνος στη ζωή. Αίμα και νερό παντού γύρω του…



written and edited by mr.androu



26 Αυγούστου 2008

Ανομολόγητα Πάθη/Δεσμοί Αίματος (4)



Οκτώβριος ΄74, Νέα Υόρκη

Στο κεντρικό νεκροταφείο, πολύς κόσμος είχε ήδη μαζευτεί. Η αντίθεση του έντονου πράσινου του χόρτου και των διάσπαρτων δέντρων, με τους μαυροφορεμένους επισκέπτες δεν προέδιδε μια συνηθισμένη ατμόσφαιρα. Μελαγχολική και επίσημη, μα σίγουρα παράξενη.
Η νεαρή Anna, στεκόταν μοναχικά λίγα βήματα μακριά από το φέρετρο, φορώντας ένα ζευγάρι μεγάλα ολόμαυρα γυαλιά, κρύβωντας επιμελώς το βλέμμα της. Μόλις την προηγούμενη μέρα, ο πατέρας της είχε πεθάνει και σήμερα, έστω και κατ΄ αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του για τελευταία φορά.
Στην άλλη πλευρά του νεκροταφείου, κοντά στη δυτική πύλη βρισκόταν η αδερφή της Anna, η Nastia. Οι δυο κοπέλες, περισσότερο ως αντίζηλες παρά ως άσπονδες φίλες, πλημμυρισμένες από εγωισμό και αντιπάθεια, διατηρούσαν πλέον ελάχιστα που να τις ενώνουν. Ακόμα και ο θάνατος της μητέρας τους πριν λίγα χρόνια δεν ήταν αρκετός διώξει το σκοτεινό κάρμα.
Υπό τους ήχους του Heydell, ενώ τα λεπτά μέχρι την τελετή κυλούσαν αμήχανα και όλο και περισσότερος κόσμος κατεφθανε, μέσα στο πλήθος η Anna αμέσως τον ξεχώρισε. Βρισκόταν μπροστά της. Μπορεί η φιγούρα του να της ήταν άγνωστη, μπορεί για πρώτη φορά να έβλεπε μπροστά της αυτόν τον άντρα, η αύρα του όμως την έκανε να αισθάνεται σιγουριά. Σιγουριά πως αυτόν τον άνθρωπο θα ήθελε δίπλα της. Προχωρώντας προς το μέρος του, τον είδε να χάνεται ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Δεν πρόλαβαν ούτε να μιλήσουν. Η Anna μόλις έχανε τις ελπίδες της να τον γνωρίσει.
Απογοητευμένη, κοίταξε προς το μέρος της αδερφής της που, παρακολουθώντας την, χαμογελούσε. Τρομερές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της Anna, μα χαμογέλασε κι εκείνη... πικρά.


Μια εβδομάδα μετά, η Nastia δολοφονείται. Από την αδερφή της. Το κίνητρο παραμένει σκοτεινό.


Τι, πραγματικά, συνέβη;


Η λύση του μυστηρίου

Η Anna κοιτάζοντας την αδερφή της να την παρακολουθεί και να χαμογελάει αυτάρεσκα όταν επεδίωξε να συναντηθεί με το νεαρό, υπέθεσε πως η Nastia τον γνώριζε. Συνεπαρμένη απ΄την ατμόσφαιρα που επικρατούσε και απελπισμένη πως θα έχανε τη μοναδική ευκαιρία που είχε, άρχισε να μην σκέφτεται λογικά. Η Anna σκότωσε μετά από μια βδομάδα την αδερφή της, ελπίζοντας πως στην κηδεία της θα ξαναέβλεπε τον άντρα που τόσο είχε ερωτευθεί από την πρώτη ματιά. Κι ας έμεινε μόνο σ΄αυτή...

Η ιστορία, παραποιημένη τόσο στα ονόματα όσο και στις περιγραφές των χώρων, των γεγονότων και των χαρακτήρων, είναι βασισμένη στο γνωστό γρίφο που τέθηκε, στο πλαίσιο μιας έρευνας, σε φυλακές στο εξωτερικό.

7 στους 10 ψυχοπαθείς δολοφόνους απάντησαν σωστά...



written and edited by detective k

22 Ιουλίου 2008

Turquoise (3)




Παρίσι 1929,

Η μυρωδιά του αίματος πλέκεται με τα αρώματα του πάθους. Αρώματα φτιαγμένα να καλύπτουν τις ιδρωμένες, του έρωτα, μυρωδιές των ανθρώπων, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Το βαθύ μπορντό-κόκκινο στους τοίχους, αυτή τη νύχτα μοιάζει με καθρέπτη θανάσιμο.

Το κόκκινο, της φωτιάς, χρώμα του αίματος κάνει μεγάλη αντίθεση στο ολομέταξο τιρκουάζ φόρεμα, όταν βαθιά έχει ποτίσει… Ένα κορμί πάλλευκο, βελούδινο και, σχεδόν σαν το φόρεμα, λαμπερό, κι όμως κείτεται άψυχο, νεκρό, μέσα στο αιματοβαμμένο φόρεμα.

Τα μακριά καστανά μαλλιά αντανακλούν το φως του ολόγιομου φεγγαριού, που φωτίζει το δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο. Ο κρύος αέρας κάνει τις κουρτίνες να κυματίζουν πένθιμα. Η νεαρή γυναίκα, άψυχη, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο ξέστρωτο κρεβάτι. Γυρνώντας το σώμα της ανάσκελα η εικόνα συγκλονίζει: Μία μαχαιριά στο στήθος. Δύο, τρεις τέσσερις μαχαιριές, και μία πέμπτη πιο κάτω. Χέρια οργισμένα σκότωσαν αυτό τον άγγελο…

Στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου είναι σκόρπια χάπια. Το μικρό πορτοκαλί δοχείο τους άδειο, πεταμένο μέσα στο μεγάλο μαύρο κουτί γνωστού παρισινού οίκου μόδας. Τα εκρού μυρωδάτα ριζόχαρτα που κάλυπταν το φόρεμα είναι και αυτά ακόμη εκεί… Πάνω στην μικρή belle époque, ξύλινη, τουαλέτα της, ασπρόμαυρες φωτογραφίες κολλημένες στον καθρέφτη. Ένα ολόφρεσκο ρόδο με ένα φάκελο από κάτω. Η πολυτελής κάρτα, γραμμένη με πένα, είναι ακόμη εκεί:

¨Μαριόν σε αγαπώ! Στη νέα ζωή που ανοίγεται μπροστά μας.
Για πάντα δικός σου,
Φρανσουά Κλερ¨

Η καρέκλα της πεταμένη με βία στο πάτωμα…


Στο στενό δρομάκι της "Πόλης του Φωτός" ο ήλιος έρχεται σπάνια… Εδώ συχνάζουν, κρυφά, όσοι αναζητούν μια ζεστή γυναικεία αγκαλιά να τους συντροφεύει τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Στον αριθμό 12 της Petit Rouge de Calais βρίσκεται το φημισμένο διώροφο «Σπίτι της Madame Monique». Διαφέρει από τα κακόφημα μπουρδέλα της γειτονιάς, αφού η κα Marie φροντίζει τους πελάτες με ξεχωριστά φιλόξενο τρόπο, ενώ τα κορίτσια της είναι όλα όμορφα και περιποιημένα, ξέροντας πώς να σαγηνεύσουν, έναντι μεγάλης αμοιβής, κάθε άντρα. Μα καμία δεν καταφέρνει να συγκριθεί με τη Marion, το λευκό άγγελο που, τα τελευταία τρία χρόνια έχει κλέψει τις καρδίες των εκλεκτικών Παριζιάνων, με τη σχεδόν μαγική, αέρινη παρουσία της. Ποιος να ‘ξερε άραγε…


Κανείς δεν άκουσε κάτι! Πέντε μαχαιριές, ένας τόσο βίαιος θάνατος, κι όμως στη πολυσύχναστη γειτονία, κοντά στο Moulin Rouge, κανένας μάρτυρας… Τα κορίτσια του σπιτιού θα μπορούσαν να είναι μιλημένα από τον κ Antoine, τον ιδιαίτερα αυστηρό, νέο ιδιοκτήτη του ιστορικού οίκου ανοχής. Μα κανένας πελάτης δεν άκουσε κραυγές από το τελευταίο δωμάτιο του πάνω ορόφου. Ένας νεαρός άνδρας ήταν ο τελευταίος πελάτης που επισκέφτηκε τη Μαριον. Κανείς δεν είναι σίγουρος για το αν και πότε τον είδε να φεύγει…


Τι, πραγματικά, συνέβη στον αριθμό 12 της Petit Rouge de Calais;


H λύση του μυστηρίου


Η Μαριόν δεν απεχθάνονταν τη ζωή που είχε επιλέξει. Για καιρό απολάμβανε την πολυτελή, αμαρτωλή καθημερινότητα της. Ικανοποιούσε, έτσι, την αυτάρεσκη, ηδονική πλευρά του εαυτού της που, από πολύ μικρή είχε ανακαλύψει και χρησιμοποιήσει. Ώσπου όλα άλλαξαν…

Ο Φρανσουά δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους άνδρες της. Οι συναντήσεις τους δεν ήταν απλώς σύντομες συνευρέσεις ανταλλαγής οργασμών. Παριζιάνικα Ραντεβού σε όλη την πόλη. ‘Έτσι έμοιαζαν στα μάτια της νεαρής γυναίκας οι στιγμές που αγόραζε για να τη δει, ο γοητευτικός άνδρας. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο Φρανσουά ήξερε πώς να φερθεί σε μία γυναίκα για την κάνει δική του. Γόνος πλουσίων οινοπαραγωγών του Bordeaux, ερχόταν συχνά στην Πόλη του Φωτός για δουλειές. Μα τους τελευταίους έξι μήνες οι επισκέψεις του είχαν διττό χαρακτήρα. Η αύρα της γοητευτικής Μαριόν είχε συνεπάρει τον αριστοκράτη, με τα ντελικάτα κοστούμια και το αγέρωχο περπάτημα, ολοκληρωτικά.

Στα μικρά, εικονικά έστω, ραντεβού τους, η Μαριόν ανακάλυψε πτυχές του εαυτού της που είχε προσεκτικά, αν και ακούσια, κρυμμένες για καιρό. Μπορούσαν να συζητούν μόνο, για ώρα πολλή, κι όμως και οι δύο το απολάμβαναν. Ποίηση και λογοτεχνία, τέχνη και μουσική. Τα κοινά τους ενδιαφέροντα πολλά… Εκείνος της περιέγραφε με πάθος τον τρόπο δημιουργίας του κρασιού, τις εποχές του χρόνου στη φύση, την ελεύθερη, γεμάτη ταξίδια ζωή του. Εκείνη του διάβαζε με λόγια ερωτικά τους μεγάλους κλασικούς. Και όταν τα κορμιά τους έρχονταν σε επαφή, πάθος αληθινό τους ένωνε λυτρωτικά. Ένας έρωτας όχι σαν αγορασμένος μα γεννημένος αληθινά εκεί, στο κόκκινο δωμάτιο της Petit Rouge de Calais

Ώσπου, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Της ζήτησε να αφήσει πίσω της την παλιά ζωή της και τα φύγει μαζί του. Μια νέα ζωή θα ήταν δική της. Μαζί του…



Ο Αντουάν ήταν αυστηρός με τα κορίτσια του. Ήξερε πως για να πετύχει η δουλειά του χρειάζεται πειθαρχία και ισορροπία στο «σπίτι». Με όλες ήταν αυστηρός, εκτός από τη Μαριόν. Η σπάνια γοητεία της τον επηρέαζε και αυτόν. Της επέτρεπε να έχει ειδική μεταχείριση, αφού ήταν διαφορετική από της άλλες. Οι πελάτες της πλήρωναν αδρά και γι αυτό καθόριζε εκείνη ποιόν πότε και πως θα δει, καθώς και το επίπεδο της οικειότητας με κάθε έναν. Κατά βάθος όμως ο Αντουάν της τα επέτρεπε όλα αυτά από πόθο. Ήξερε πως ο μόνος τρόπος για κάνει την ψυχή της, σαν το κορμί δικό της ήταν να κερδίσει την συμπάθεια της. Την ήθελε μόνο δική του και σκόπευε να το πετύχει… Μέχρι που ανακάλυψε για την «ιδιαίτερη» σχέση της με τον Φρανσουά. Τα νέα μαθαίνονταν γρήγορα στο σπίτι και ο Αντουάν ένοιωσε να χάνει ότι πάλευε να αποκτήσει.




...Η ανθοδέσμη έφτασε μισή ώρα πριν το Φρανσουά. Ο νεαρός, πιο γοητευτικός από ποτέ και με αποφασισμένο βλέμμα ανέβηκε τις μαρμάρινες σκάλες του παλιού αρχοντικου. Μια ώρα αργότερα η κα Μαρί ενημέρωσε τον Αντουάν, όταν επέστρεψε αυτός από μια συνάντηση, για τα λουλούδια και τον καλοντυμένο βραδινό επισκέπτη. Εκείνος κατάλαβε το σκοπό της επίσκεψης του και χωρίς δισταγμό για το τι πρέπει να κάνει, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες!

Την ίδια στιγμή στο δωμάτιο η Μαριόν εξήγησε στο Φρανσουά την απειλή του μαστροπού της. Έδωσαν ραντεβού στο σταθμό του τρένου σε τριάντα λεπτά. Θα έφευγαν μακριά χωρίς τις αποσκευές του χθες…

Τον κατέβασε από την παλιά σκουριασμένη σκάλα του ακάλυπτου.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι που είχε τη μυρωδιά του. Άγγιξε τα σεντόνια και κατάλαβε πόσο τον αγαπούσε. Τόσο ώστε να μη μπορεί να ρισκάρει τη ζωή του όταν ο Αντουάν ανακάλυπτε την εξαφάνιση της. Έβγαλε από το κουτί του το ολομέταξο Τιρκουάζ φόρεμα που της είχε χαρίσει. Ήθελε να τον νιώθει πάνω της, κοντά της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της με το φως της πανσελήνου να τη δείχνει πιο λαμπερή από ποτέ..

Άνοιξε το πορτοκαλί δοχείο και ήπιε όσα χάπια χωρούσαν στη λεπτή της χούφτα.

Ένιωσε τα πόδια της να παραλύουν και τη φωνή της να χάνεται…

Η πόρτα άνοιξε δυνατά! Θόρυβος από καρέκλα που πετιέται στο πάτωμα. Ένα άψυχο κορμί πέφτει στο κρεβάτι. Μια ψυχή πετά μελαγχολικά στον αέρα πάνω από το σταθμό του τρένου.


Ο Αντουάν καθάρισε προσεκτικά το αιματοβαμμένο του μαχαίρι και, αφού το έκρυψε στο πανωφόρι του, κατέβηκε σκυθρωπός τις μαρμάρινες σκάλες ως τη σάλα του σπιτιού.

«Δεν ανέβηκα έγκαιρα» ψέλλισε, και περπάτησε προς το γραφείο του…


written and edited by mr.androu

2 Ιουλίου 2008

Υπόθεση Προσωπική (2)



Λονδίνο, Νοέμβριος ΄54

Στο σκοτεινό σοκάκι, εκείνη τη βροχερή νύχτα, ο αστυνόμος Γκόρντον περπατούσε σκεπτικός. Τα γενονότα που συνέβησαν λίγες ώρες πριν δεν άφηναν περιθώρια για ξεκάθαρες σκέψεις. Κάτι περίεργο απασχολούσε το μυαλό του. Με βαριά βήματα προχωρούσε στους λασπωμένους δρόμους, όταν ο άστεγος που έκλεγε στη γωνία τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα του. Ένα παράξενο συναίσθημα ένιωσε να τον κυριεύει και δεν είχε σχέση με τον άνθρωπο απέναντί τού. Με τις αμφιβολίες του να διαλύονται στη στιγμή, ο αστυνόμος Γκόρντον επιβιβάστηκε στο πρώτο ταξί. Ο τόπος του εγκλήματος τη δεύτερη φορά δεν είναι ποτέ ίδιος, ειδικά όταν με την επιστροφή σου εκεί γνωρίζεις τι, πραγματικά, συνέβη...

Λίγες ώρες πριν.
Στη γωνία των οδών Mercurie & Salmon ο νεαρός υπάλληλος κείτονταν νεκρός. Και μια ανθοδέσμη πεταμένη παραδίπλα. Το όπλο μερικά εκατοστά δίπλα από το χέρι του άτυχου άντρα δεν άφηνε, εκ πρώτης όψεως, περιθώρια για αμφισβήτηση. Αυτοκτονία. Ο Γκόρντον όμως ποτέ δεν σταμάτησε στην πρώτη ματιά, άφηνε τα στοιχεία να του μιλήσουν. Το ακριβό κοστούμι φανέρωνε ευκατάστατο τύπο και σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας έκαναν το κίνητρο ακόμη πιο δυσδιάκριτο.
Οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό του αστυνόμου. Μια αυτοκτονία σε ένα πολυσύχναστο μέρος από έναν νεαρό που ζητούσε περισσότερα απ΄όσα μπορούσε να έχει. Ο Γκόρντον οδηγούνταν σε συμπεράσματα μέχρι που τη ροή της σκέψης του διέκοψε μια κάρτα που εξείχε από την τσέπη του νεκρού.

"john Samhill - Τραπεζίτης
τηλ. 65478"

Ο αστυνόμος μισόκλεισε τα μάτια. Ο νεαρός μπροστά του, δεν ήταν τόσο άγνωστος όσο αρχικά νόμιζε. Το σκάνδαλο φαινόταν τόσο κοντινό. "Ο γιος του Δημάρχου νεκρός" σκέφτηκε. Ενώ το αίμα από το κεφάλι του νεαρού είχε σχεδόν στεγνώσει, ο Γκόρντον προχωρούσε κι άλλο τη σκέψη του. Θυμήθηκε τις προγραμματικές δηλώσεις και το μότο του νεοεκλεγούς Δημάρχου. ¨Η πόλη θα καθαρίσει σύντομα. Τα σκουπίδια και οι άστεγοι δεν έχουν θέση δίπλα μας¨. Όλα έμοιαζαν τόσο μπερδεμένα. Πως ο γιος του Δημάρχου έφτασε το σημείο αυτό. Γιατί σ΄αυτό το μέρος; Γιατί με αυτό τον τρόπο; Πλησιάζοντας το πτώμα, ο αστυνόμος έπιασε μια σκισμένη βρώμικη μπλούζα. Ήξερε, σίγουρα ήξερε, σε ποιον ανήκε και σε ποιο παγκάκι κοιμόταν τα βράδια.
Λίγα μέτρα μακριά ένας φοβισμένος άστεγος κοιτούσε επίμονα. Με οργισμένο απολογητικό ύφος. Το μόνο που του έλειπε ήταν η μπλούζα του. Η τρύπια βρώμικη μπλούζα του...
Ενώ η αστυνομία συλλάμβανε τον άστεγο, ο Γκόρντον ξεκίνησε να φύγει. Το σπαρακτικό κλάμα της κοπέλας στο μπαλκόνι του απέναντι διαμερίσματος, τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι. Ο φίλος δίπλα της έμπαινε πάλι μέσα νευριασμένος. Ο αστυνόμος μονολόγισε ¨Νέοι, δεν ξέρουν να φέρονται σε μια γυναίκα, δεν την εκτιμούν. Άλλοι γι΄αυτήν θα...¨ και χαμογέλασε αμήχανα συνεχίζοντας το δρόμο του. Η βροχή άλλωστε μόλις είχε ξεκινήσει...

Τι, πραγματικά, συνέβη στη γωνία των οδών Mercurie & Salmon;


Η λύση του μυστηρίου

Ξυπνώντας εκείνο το πρωϊ, ο νεαρός χρηματιστής J.Samhill είχε ένα περίεργο προαίσθημα. Δεν γνώριζε αν ήταν για καλό ή κακό, ένοιωθε όμως πως κάτι θα συνέβαινε.
Ως γιος του δημάρχου, ήταν σχετικά αναγνωρίσιμο πρόσωπο και παρά τις ακρέες απόψεις του πατέρα του, εκείνος δεν είχε προκαλέσει με τη συμπεριφορά του. Παρόλ΄αυτά και λόγω των πολλών εχθρών που είχε, λόγω θέσης και χαρακτήρα ο πατέρας του, ήταν σχεδόν αναγκασμένος να κουβαλάει μαζί του, νόμιμα, ένα όπλο. Όχι μόνο για δική του προστασία αλλά κυρίως των ανθρώπων που αγαπούσε. Την περίοδο, δε, εκείνη ήταν πολύ ερωτευμένος με την αγαπημένη του. Από την πρώτη στιγμή που την είδε ήξερε μέσα του πως η γυναίκα αυτή θα ήταν ο έρωτας της ζωής του και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα γι¨αυτήν. ¨Αν σε χάσω θα πεθάνω¨, της είχε πει κάποτε...
Προετοιμασμένος να πάει να τη συναντήσει, εκείνο το απόγευμα, είχε φορέσει ένα από τα καλά του κοστούμια και είχε αγοράσει τις αγαπημένες της γλαδιόλες. Ήταν τόσο χαρούμενος και σκόπευε να της προτείνει ένα ταξίδι, παρόλο που δεν ήξερε τα πάντα γι΄αυτήν και ειδικά για την ύπαρξη του αδερφού της, που πριν λίγη ώρα την είχε επισκεφτεί.
Φτάνοντας κοντά στο σπίτι της και κοιτώντας στο μπαλκόνι της, την είδε να μιλάει με έναν άντρα κρατώντας του το χέρι. Σαν να χάθηκε ο κόσμος μπροστά του και βλέποντας τα όνειρά του να γκρεμίζονται ο νεαρός, ερωτευμένος, Samhill δίχως δεύτερη σκέψη έβγαλε το όπλο για να δώσει τέλος στη ζωή του. ¨Η άγνοια σκοτώνει¨, συνήθιζε να λέει στους πελάτες του... Στον εαυτό του δεν πρόλαβε να το τονίσει. Λίγα μέτρα δίπλα, ο άστεγος που περνούσε τον καιρό του παρατηρώντας τους άλλους, κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί και προσπάθησε να τον αποτρέψει. Μπορεί να ήταν άγριος στη όψη, αλλά στη καρδιά του η φτώχεια δεν είχε φτάσει. Λόγω της συμπλοκής σκίστηκε και έπεσε η μπλούζα του. Δίπλα της είχε πέσει νεκρός ο νεαρός.
Ο ήχος του πυροβολισμού έκανε την κοπέλα να βουρκώσει. Μια παρεξήγηση με τον αδερφό της δίπλα της και ο αγαπημένος της νεκρός επειδή έβγαλε γρήγορα συμπεράσματα...
Ο αστυνόμος Γκόρντον ακούγοντας το κλάμα του άστεγου εκείνη τη βροχερή νύχτα, θυμήθηκε την πεσμένη ανθοδέσμη και τα δάκρυα της κοπέλας, επιβεβαιώνοντας πως η πιο λογική εξήγηση, είναι συνήθως η σωστή. Και πως οι λεπτομέριες δίνουν στη ζωή νόημα, είτε είναι ευχάριστες είτε σου προκαλούν δάκρυα...

written and edited by detective k