22 Ιουλίου 2008

Turquoise (3)




Παρίσι 1929,

Η μυρωδιά του αίματος πλέκεται με τα αρώματα του πάθους. Αρώματα φτιαγμένα να καλύπτουν τις ιδρωμένες, του έρωτα, μυρωδιές των ανθρώπων, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Το βαθύ μπορντό-κόκκινο στους τοίχους, αυτή τη νύχτα μοιάζει με καθρέπτη θανάσιμο.

Το κόκκινο, της φωτιάς, χρώμα του αίματος κάνει μεγάλη αντίθεση στο ολομέταξο τιρκουάζ φόρεμα, όταν βαθιά έχει ποτίσει… Ένα κορμί πάλλευκο, βελούδινο και, σχεδόν σαν το φόρεμα, λαμπερό, κι όμως κείτεται άψυχο, νεκρό, μέσα στο αιματοβαμμένο φόρεμα.

Τα μακριά καστανά μαλλιά αντανακλούν το φως του ολόγιομου φεγγαριού, που φωτίζει το δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο. Ο κρύος αέρας κάνει τις κουρτίνες να κυματίζουν πένθιμα. Η νεαρή γυναίκα, άψυχη, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο ξέστρωτο κρεβάτι. Γυρνώντας το σώμα της ανάσκελα η εικόνα συγκλονίζει: Μία μαχαιριά στο στήθος. Δύο, τρεις τέσσερις μαχαιριές, και μία πέμπτη πιο κάτω. Χέρια οργισμένα σκότωσαν αυτό τον άγγελο…

Στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου είναι σκόρπια χάπια. Το μικρό πορτοκαλί δοχείο τους άδειο, πεταμένο μέσα στο μεγάλο μαύρο κουτί γνωστού παρισινού οίκου μόδας. Τα εκρού μυρωδάτα ριζόχαρτα που κάλυπταν το φόρεμα είναι και αυτά ακόμη εκεί… Πάνω στην μικρή belle époque, ξύλινη, τουαλέτα της, ασπρόμαυρες φωτογραφίες κολλημένες στον καθρέφτη. Ένα ολόφρεσκο ρόδο με ένα φάκελο από κάτω. Η πολυτελής κάρτα, γραμμένη με πένα, είναι ακόμη εκεί:

¨Μαριόν σε αγαπώ! Στη νέα ζωή που ανοίγεται μπροστά μας.
Για πάντα δικός σου,
Φρανσουά Κλερ¨

Η καρέκλα της πεταμένη με βία στο πάτωμα…


Στο στενό δρομάκι της "Πόλης του Φωτός" ο ήλιος έρχεται σπάνια… Εδώ συχνάζουν, κρυφά, όσοι αναζητούν μια ζεστή γυναικεία αγκαλιά να τους συντροφεύει τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Στον αριθμό 12 της Petit Rouge de Calais βρίσκεται το φημισμένο διώροφο «Σπίτι της Madame Monique». Διαφέρει από τα κακόφημα μπουρδέλα της γειτονιάς, αφού η κα Marie φροντίζει τους πελάτες με ξεχωριστά φιλόξενο τρόπο, ενώ τα κορίτσια της είναι όλα όμορφα και περιποιημένα, ξέροντας πώς να σαγηνεύσουν, έναντι μεγάλης αμοιβής, κάθε άντρα. Μα καμία δεν καταφέρνει να συγκριθεί με τη Marion, το λευκό άγγελο που, τα τελευταία τρία χρόνια έχει κλέψει τις καρδίες των εκλεκτικών Παριζιάνων, με τη σχεδόν μαγική, αέρινη παρουσία της. Ποιος να ‘ξερε άραγε…


Κανείς δεν άκουσε κάτι! Πέντε μαχαιριές, ένας τόσο βίαιος θάνατος, κι όμως στη πολυσύχναστη γειτονία, κοντά στο Moulin Rouge, κανένας μάρτυρας… Τα κορίτσια του σπιτιού θα μπορούσαν να είναι μιλημένα από τον κ Antoine, τον ιδιαίτερα αυστηρό, νέο ιδιοκτήτη του ιστορικού οίκου ανοχής. Μα κανένας πελάτης δεν άκουσε κραυγές από το τελευταίο δωμάτιο του πάνω ορόφου. Ένας νεαρός άνδρας ήταν ο τελευταίος πελάτης που επισκέφτηκε τη Μαριον. Κανείς δεν είναι σίγουρος για το αν και πότε τον είδε να φεύγει…


Τι, πραγματικά, συνέβη στον αριθμό 12 της Petit Rouge de Calais;


H λύση του μυστηρίου


Η Μαριόν δεν απεχθάνονταν τη ζωή που είχε επιλέξει. Για καιρό απολάμβανε την πολυτελή, αμαρτωλή καθημερινότητα της. Ικανοποιούσε, έτσι, την αυτάρεσκη, ηδονική πλευρά του εαυτού της που, από πολύ μικρή είχε ανακαλύψει και χρησιμοποιήσει. Ώσπου όλα άλλαξαν…

Ο Φρανσουά δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους άνδρες της. Οι συναντήσεις τους δεν ήταν απλώς σύντομες συνευρέσεις ανταλλαγής οργασμών. Παριζιάνικα Ραντεβού σε όλη την πόλη. ‘Έτσι έμοιαζαν στα μάτια της νεαρής γυναίκας οι στιγμές που αγόραζε για να τη δει, ο γοητευτικός άνδρας. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο Φρανσουά ήξερε πώς να φερθεί σε μία γυναίκα για την κάνει δική του. Γόνος πλουσίων οινοπαραγωγών του Bordeaux, ερχόταν συχνά στην Πόλη του Φωτός για δουλειές. Μα τους τελευταίους έξι μήνες οι επισκέψεις του είχαν διττό χαρακτήρα. Η αύρα της γοητευτικής Μαριόν είχε συνεπάρει τον αριστοκράτη, με τα ντελικάτα κοστούμια και το αγέρωχο περπάτημα, ολοκληρωτικά.

Στα μικρά, εικονικά έστω, ραντεβού τους, η Μαριόν ανακάλυψε πτυχές του εαυτού της που είχε προσεκτικά, αν και ακούσια, κρυμμένες για καιρό. Μπορούσαν να συζητούν μόνο, για ώρα πολλή, κι όμως και οι δύο το απολάμβαναν. Ποίηση και λογοτεχνία, τέχνη και μουσική. Τα κοινά τους ενδιαφέροντα πολλά… Εκείνος της περιέγραφε με πάθος τον τρόπο δημιουργίας του κρασιού, τις εποχές του χρόνου στη φύση, την ελεύθερη, γεμάτη ταξίδια ζωή του. Εκείνη του διάβαζε με λόγια ερωτικά τους μεγάλους κλασικούς. Και όταν τα κορμιά τους έρχονταν σε επαφή, πάθος αληθινό τους ένωνε λυτρωτικά. Ένας έρωτας όχι σαν αγορασμένος μα γεννημένος αληθινά εκεί, στο κόκκινο δωμάτιο της Petit Rouge de Calais

Ώσπου, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Της ζήτησε να αφήσει πίσω της την παλιά ζωή της και τα φύγει μαζί του. Μια νέα ζωή θα ήταν δική της. Μαζί του…



Ο Αντουάν ήταν αυστηρός με τα κορίτσια του. Ήξερε πως για να πετύχει η δουλειά του χρειάζεται πειθαρχία και ισορροπία στο «σπίτι». Με όλες ήταν αυστηρός, εκτός από τη Μαριόν. Η σπάνια γοητεία της τον επηρέαζε και αυτόν. Της επέτρεπε να έχει ειδική μεταχείριση, αφού ήταν διαφορετική από της άλλες. Οι πελάτες της πλήρωναν αδρά και γι αυτό καθόριζε εκείνη ποιόν πότε και πως θα δει, καθώς και το επίπεδο της οικειότητας με κάθε έναν. Κατά βάθος όμως ο Αντουάν της τα επέτρεπε όλα αυτά από πόθο. Ήξερε πως ο μόνος τρόπος για κάνει την ψυχή της, σαν το κορμί δικό της ήταν να κερδίσει την συμπάθεια της. Την ήθελε μόνο δική του και σκόπευε να το πετύχει… Μέχρι που ανακάλυψε για την «ιδιαίτερη» σχέση της με τον Φρανσουά. Τα νέα μαθαίνονταν γρήγορα στο σπίτι και ο Αντουάν ένοιωσε να χάνει ότι πάλευε να αποκτήσει.




...Η ανθοδέσμη έφτασε μισή ώρα πριν το Φρανσουά. Ο νεαρός, πιο γοητευτικός από ποτέ και με αποφασισμένο βλέμμα ανέβηκε τις μαρμάρινες σκάλες του παλιού αρχοντικου. Μια ώρα αργότερα η κα Μαρί ενημέρωσε τον Αντουάν, όταν επέστρεψε αυτός από μια συνάντηση, για τα λουλούδια και τον καλοντυμένο βραδινό επισκέπτη. Εκείνος κατάλαβε το σκοπό της επίσκεψης του και χωρίς δισταγμό για το τι πρέπει να κάνει, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες!

Την ίδια στιγμή στο δωμάτιο η Μαριόν εξήγησε στο Φρανσουά την απειλή του μαστροπού της. Έδωσαν ραντεβού στο σταθμό του τρένου σε τριάντα λεπτά. Θα έφευγαν μακριά χωρίς τις αποσκευές του χθες…

Τον κατέβασε από την παλιά σκουριασμένη σκάλα του ακάλυπτου.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι που είχε τη μυρωδιά του. Άγγιξε τα σεντόνια και κατάλαβε πόσο τον αγαπούσε. Τόσο ώστε να μη μπορεί να ρισκάρει τη ζωή του όταν ο Αντουάν ανακάλυπτε την εξαφάνιση της. Έβγαλε από το κουτί του το ολομέταξο Τιρκουάζ φόρεμα που της είχε χαρίσει. Ήθελε να τον νιώθει πάνω της, κοντά της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της με το φως της πανσελήνου να τη δείχνει πιο λαμπερή από ποτέ..

Άνοιξε το πορτοκαλί δοχείο και ήπιε όσα χάπια χωρούσαν στη λεπτή της χούφτα.

Ένιωσε τα πόδια της να παραλύουν και τη φωνή της να χάνεται…

Η πόρτα άνοιξε δυνατά! Θόρυβος από καρέκλα που πετιέται στο πάτωμα. Ένα άψυχο κορμί πέφτει στο κρεβάτι. Μια ψυχή πετά μελαγχολικά στον αέρα πάνω από το σταθμό του τρένου.


Ο Αντουάν καθάρισε προσεκτικά το αιματοβαμμένο του μαχαίρι και, αφού το έκρυψε στο πανωφόρι του, κατέβηκε σκυθρωπός τις μαρμάρινες σκάλες ως τη σάλα του σπιτιού.

«Δεν ανέβηκα έγκαιρα» ψέλλισε, και περπάτησε προς το γραφείο του…


written and edited by mr.androu

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τώρα είδα την ιστορία. Πολύ καλή δουλειά. Εντυπωσιακή ατμόσφαιρα, μπράβο σας παιδιά.

Ανώνυμος είπε...

telika apo ta xapia pe8ane i apo tis maxairies?

Kiara είπε...

Σ αγαπώ.