25 Σεπτεμβρίου 2008

Μισοτελειωμένο Γράμμα (7) / Απόγνωση (β)




Λονδίνο 1945.

Σταθμός Kings Cross, ώρα 16.15,


Σπρώχνοντας βίαια τα ταλαιπωρημένα, στοιβαγμένα κορμιά των επιβατών στους στενούς διαδρόμους του τρένου, ο Επιθεωρητής James McHill άκουγε τις κραυγές απόγνωσης και τρόμου του μαζεμένου πλήθους μπροστά, καθώς ακολουθούσε το νεαρό και σαφώς πιο ευέλικτο βοηθό του. Λίγο πίσω του ακολουθούσε ο Συνταγματάρχης Samuel Hamilton κουτσαίνοντας, σχεδόν ανεπαίσθητα.


-«Πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου! Πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου! Πετάχτηκε…»

Η φωνή του αμαξοδηγού απελπισμένη, βραχνή, διαπεραστική στριγκλιά ειλικρινείας.


Στην όψη της νεαρής γυναίκας ο Επιθεωρητής ένιωσε το λαιμό του να στεγνώνει απότομα και τη μιλιά του να χάνεται ξαφνικά! Τα ξανθά μαλλιά και το λευκό της δέρμα, είχαν παντού τα σημάδια του βίαιου θανάτου της. Το τρένο έχοντας φρενάρει αρκετά, χτύπησε με όση δύναμη ακριβώς χρειάζονταν για να πάρει τη ζωή της χωρίς, η μορφή της να αλλοιωθεί, λες και η μοίρα ήθελε να αναγνωρίσουν τη νεαρή νοσοκόμα. Τα καταγάλανα μάτια της ανοιχτά ακόμη λες και κάτι θέλουν να πουν. Σαν ένα αντίο σε κάποιον να θέλουν να δώσουν…


-«Ήταν έγκυος, ήταν έγκυος!». Φώναξε μια γυναίκα από το μαζεμένο πλήθος. Πράγματι, μέσα από τη ματωμένη στολή της νοσοκόμας, διαγράφονταν στη λιγνή της σιλουέτα η κοιλία εγκύου στα μισά, περίπου, της εγκυμοσύνης της. Ο Επιθεωρητής, σκούπισε μηχανικά τον παγωμένο ιδρώτα από το μέτωπό του, και της έκλεισε απαλά τα μάτια. Έμεινε σαστισμένος για μια στιγμή να κοιτά την άψυχη κοπέλα. Το λήθαργο του διέκοψε ο Συνταγματάρχης, στεκούμενος ένα βήμα πίσω του, με τρεμάμενη, διστακτική φωνή:

-«Τζέιμς λυπάμαι δεν μπορώ εδώ άλλο. Με περιμένουν άλλωστε. Θα μιλήσουμε. Αντίο…»


Σιγανά κλάματα μωρών και σιωπηλοί, αποσβολωμένοι, αγκαλιασμένοι άνθρωποι κοιτούσαν το μακάβριο θέαμα. Μια στιγμή ήσυχης απόγνωσης. Το γρι του ουρανού άφηνε μια αμυδρή, μελαγχολική αντήλια να απλώνεται στο σταθμό. Το βλέμμα του Τζέιμς γυρνώντας έπεσε στη Σάρα, τη γυναίκα του Σαμ που στεκόταν ντυμένη φινετσάτα όπως πάντα με ένα βαθύ μοβ ταγιέρ και εντυπωσιακό καπέλο, αγκαλιά με τα την κόρη και το γιο της, αρκετά μέτρα πίσω στο κέντρο της αποβάθρας.


Ο Επιθεωρητής μάζεψε την τσάντα της νεαρής και ξεκίνησε να απομακρύνει τον κόσμο από το σημείο. Το πένθιμο σκηνικό συμπλήρωναν τα σκορπισμένα υπολείμματα της ανθοδέσμης που κρατούσε η νεαρή κοπέλα όταν αυτοκτόνησε.

Anna Nathan, Νοσοκομείο Bristol, έγραφε η κάρτα της νοσηλεύτριας.

Μαζί, στην τσάντα της, ένα παλιό, φθαρμένο, πορτοφόλι, ένα καινούριο, ακριβό, κραγιόν και ένας τσαλακωμένος φάκελος Με τα στοιχεία του αποστολέα εμφανή...


Ο κρότος διαπεραστικός! Από πιστόλι σίγουρα. Ο Επιθεωρητής ξύπνησε απότομα από το στεναχωρημένο λήθαργο του. Ο πυροβολισμός ακούστηκε από το πίσω μέρος του τρένου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκίνησε να τρέχει αλαφιασμένος προς το σημείο απ όπου ήρθε, με το βαρύ κορμί του να τον δυσκολεύει. Έτρεχε με μανία στους άδειους, τώρα διαδρόμους του τρένου, λες και ήθελε να προλάβει κάτι…

Το πιστόλι του Σαμ πεταμένο στο πάτωμα του βαγονιού. Δίπλα το σωριασμένο πτώμα του αυτόχειρα συνταγματάρχη με τα μάτια ακόμη ανοιχτά, γουρλωμένα, γεμάτα απόγνωση. Το σημάδι της σφαίρας, στον κρόταφο, υποδήλωνε τι είχε συμβεί. Ο επιθεωρητής πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα έκλεισε στοργικά τα μάτια του φίλου του και του ευχήθηκε ψιθυριστά: «Πολλή η σοφία καλέ μου Σαμ… Αντίο».


Τέλος έψαξε βιαστικά το πτώμα και πήρε από τη δεξιά τσέπη του σακακιού, του νεκρού Συνταγματάρχη, τον τσαλακωμένο φάκελο και τον έκρυψε βιαστικά, βαθιά μες στη δική του τσέπη. Με μια ακόμη πιο βαθιά, ανακουφισμένη, μα πένθιμη ανάσα λησμονιάς, και με το βλέμμα κατεβασμένο, περπατούσε αργά, τώρα, στο διάδρομο προς το σημείο όπου ακούονταν το μαζεμένο πλήθος.


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο σταθμό Kings Cross;


(Η λύση του μυστηρίου στη διπλή ιστορία είναι νέα ανεξάρτητη ανάρτηση)



written and edited by mr.androu

24 Σεπτεμβρίου 2008

Μισοτελειωμένο γράμμα (7) / Το προτελευταίο βαγόνι (α)



Λονδίνο 1945.

Σταθμός Kings Cross, ώρα 16.10,


Το τρένο από Southampton, άφηνε ένα σταχτί ντουμάνι πυκνού καπνού στον φθινοπωρινό, ομιχλώδη, ουρανό της πόλης, καθώς έφτανε στο σταθμό.

Στους στενούς διαδρόμους και τα παλαιωμένα βαγόνια του, κόσμος πολύς στοιβαγμένος με προθυμία για να γυρίσει από τα πλοία της βίας, όσο πιο γρήγορα μπορεί στη γλυκά μολυσμένη, πάτρια γη του Λονδίνου. Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου είχαν περάσει πια, και μόνο καλύτερες μέρες μπορούσαν να έρθουν…

Στο προτελευταίο βαγόνι, ο επιθεωρητής James McHill, επέστρεφε παρέα με τον καλό του φίλο, Συνταγματάρχη Samuel Hamilton, που επέστρεψε μόλις, έπειτα από έξι μήνες στη μάχη. Τον τελευταίο, θα περίμεναν στο σταθμό η σύζυγος με τα δύο τους παιδιά.


-«Λοιπόν Σαμ, πως είναι να ξέρεις πως μπορείς πλέον να αγκαλιάσεις τη γυναίκα, και τα παιδιά σου χωρίς να φοβάσαι πως ίσως είναι η τελευταία φορά; Χωρίς να απειλεί κάτι την ευτυχία σας; Πόσο σε ζηλεύω φίλε μου… Μακάρι να έβρισκα και εγώ κάποια σαν τη Σάρα. Είσαι τυχερός. Ίσως γι αυτό ο πόλεμος δεν άφησε τα σημάδια του πάνω σου. Ο Θεός δεν ήθελε να χαλάσει κάτι τόσο καλό. Εμένα δεν με περιμένει κανείς πίσω. Μια γάτα Σιαμαία έχω και αυτή με σνομπάρει υποτιμητικά. χαχαχα».

-«Πάντα είχες τον τρόπο να πλέκεις την τύχη με τη μοίρα, Τζέιμς. Η τύχη είναι κάτι που έρχεται και φεύγει. Τη μοίρα μας την καθορίζουν οι επιλογές μας. Και η γάτα σου σε σνομπάρει για να σου δίνει ένα λόγο να προσπαθείς περισσότερα. Να μην εφησυχάζεις και πλανιέσαι. Η ευτυχία είναι μια ψευδαίσθηση. Μικρές καθημερινές χαρές την απαρτίζουν.»

-«Μεγάλη δόση σοφίας για ένα χαζό μπάτσο σαν εμένα Σαμ, χαχα. Και η γάτα τρώει πιο πολύ παρά σκοτίζεται με σοφίες και τι κάνω εγώ στη ζωή μου. Αρκεί να είμαι εκεί να τη χαϊδεύω και να την ταΐζω. Όντως η ευτυχία είναι απλή. Μα δύσκολη. Είσαι τυχερός μην το ξεχνάς αυτό παλιέ μου φίλε. Να ευχαριστείς την τύχη σου και να την τιμάς.»

-«Προσπαθώ Τζέιμς. Προσπαθώ.»


Τα πολυτελή μα εμφανώς ταλαιπωρημένα ρούχα του Συνταγματάρχη φανέρωναν τις κακουχίες του πολέμου. Η ανοιχτή του επιδερμίδα και τα κοντά ξανθά μαλλιά του έδειχναν ωχρά στο θαμπό μελαγχολικό φως του απογεύματος. Ο Επιθεωρητής με τα σγουρά μαλλιά και τα μακριά μουστάκια και τα μικροσκοπικά στρογγυλά γυαλιά, κοιτούσε με συμπάθεια και θαυμασμό το γεμάτο παράσημα λαδί πέτο του Σαμ. Το βλέμμα του έπεσε τυχαία στον τσαλακωμένο φάκελο που κρατούσε σφικτά στα ελαφρώς τρεμάμενα, γεμάτα σημάδια από τον πόλεμο, χέρια του, ο μελαγχολικός του φίλος.


Ξαφνικά το τρένο άρχισε να φρενάρει μανιασμένα! Σταμάτησε απότομα λίγα μέτρα πριν το σταθμό. Η ατμομηχανή έβγαζε ένα άγριο παραπονεμένο ήχο που έφτανε διαπεραστικός μέχρι το βαγόνι των δύο ταξιδιωτών. Κραυγές ακούγονταν να έρχονται από μακριά από το μισάνοιχτο παράθυρο. Η πόρτα άνοιξε απότομα λίγες στιγμές μετά! Ήταν ο βοηθός του Τζέιμς:


«Κύριε επιθεωρητά, ελάτε αμέσως! Κάποιος από το σταθμό έπεσε στις γραμμές του τρένου!»


Κόσμος μαζεύτηκε γρήγορα. Μπροστά στη μηχανή που κάπνιζε ακόμη, κείτονταν το άψυχο κορμί μιας νεαρής αιματοβαμμένης κοπέλας. Τα ρούχα της υποδήλωναν πως ήταν νοσοκόμα…

Ο Συνταγματάρχης κοίταξε από το παράθυρο προς το μαζεμένο πλήθος. Δίπλωσε βιαστικά το φάκελο και τον έβαλε στην τσέπη του, καθώς με αργό, διστακτικό, τραυματισμένο, βήμα ακολουθούσε τον επιθεωρητή στους στενούς, ασφυκτικά γεμάτους διαδρόμους του τρένου…


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο σταθμό Kings Cross;


(Συνεχίζεται στο β' μέρος.)



written and edited by mr.androu



18 Σεπτεμβρίου 2008

Το άρωμα του καπνού (6)


Κωνσταντινούπολη 1903, Δημαρχείο ώρα 13:11


Ο ντετέκτιβ Μουσχίρ κοιτάζει το παράθυρο σκεπτικός. Στο γραφείο του δημάρχου Αχμέτ η μυρωδιά του αίματος είναι κυρίαρχη. Λίγα βήματα δίπλα απ΄το ντετέκτιβ κείτεται το πτώμα του δημάρχου. Και διάσπαρτοι στο χώρο αστυνομικοί συλλέγοντας στοιχεία. Πριν από μισή ώρα η γραμματέας του τον βρήκε νεκρό, πλημμυρισμένο στο αίμα. Ο ντετέκτιβ παρατήρησε στο τασάκι του γραφείου ένα σβησμένο, με δύναμη, πούρο. Κοιτάζοντας το πτώμα, η τρύπα στο στήθος προέδιδε τον τρόπο δολοφονίας του άτυχου μεσήλικα. Αυτό που έπρεπε να βρει ο Μουσχίρ, ήταν το άτομο που πάτησε τη σκανδάλη.

Βγένοντας από το δωμάτιο, ο ντετέκτιβ βρήκε τη γραμματέα να κάθεται τρομαγμένη στην καρέκλα στη γωνία.
<<Δεσποινίς Σαλίμ ήσασταν η γραμματέας του. Μπορείτε να μου πείτε ποιοι τον επισκέφτηκαν σήμερα το πρωί. Εσείς φύγατε καθόλου από το γραφείο σας;>>
<<Κατά τις 9:30 ο τέως δήμαρχος, ο κ.Αχλέ τον συνάντησε. Είχαν προγραμματίσει το ραντεβού από την προηγούμενη. Λίγη ώρα αργότερα, κατά τις 11:00 τον επισκέπτηκε ο επιχειρηματίας κ.Σερεμέτ και κάθησαν αρκετή ώρα. Ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ήταν η γυναίκα του, η κ. Νεσχάν, η οποία ήρθε περίπου στις 12:00 αλλά κάθησε λίγο. Μου έκανε εντύπωση πως ακούστηκαν φωνές από το γραφείο και η γυναίκα του βγήκε έξω θυμωμένη. Δεν είδα τον κύριο Αχμέτ καθόλου. Κατά τις 10 και κάτι, λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο κ. Αχλε, μπήκα στο γραφείο και έδωσα στο δήμαρχο κάτι έγγραφα. Κατά τις 12:20 βγήκα στο απέναντι μαγαζί για να αγοράσω καφέ. Μπορεί να το επιβεβαιώσει ο μαγαζάτορας. Μόλις γυρισα, η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή. Μπήκα μέσα και είδα το φρικτό έγκλημα. Αμέσως σας ειδοποίησα.>>
<<Εκτός από τα χαρτιά, πότε άλλωτε μπαίνετε στο γραφείο του;>>
<<Λίγο μετά αφότου έρχεται, του πηγαίνω τον καφέ και τα πούρα του. Απορώ τι βρίσκει σ΄αυτά.>>



Στη συνέχεια ο ντετέκτιβ βρήκε τον πρώην δήμαρχο Αχλέ.
<<Είναι αλήθεια. Σήμερα το πρωί πέρασα από το γραφείο του δημάρχου Αχμέτ γύρω στις 9:30. Ήθελα να τον ενημερώσω, καθώς μόλις έχει αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, για την πορεία του δήμου μέχρι τώρα. Ήθελα να του δώσω μερικές συμβουλές. Έφυγα στις 9:50-9:55. >>
<<Κ.Αχλέ, δυσκολεύομαι να πιστέψω πως δεν είστε απογοητευμένος που χάσατε τη θέση σας. Απ΄ότι ξέρω, διαγραφήκατε και από την παράταξη. Πρέπει να χάσατε τα πάντα. Αλήθεια θα εκδικούσασταν;>>
<<Δεν έχω καμία σχέση με το φόνο.>>
<<Τον απειλήσατε;>>
<<Τι΄ναι αυτά που λέτε; Σε καμία περίπτωση.>>
<<Αλήθεια, κ.Αχλέ, καπνίζετε;>>
<<Μου αρέσει η γεύση και το άρωμα των πούρων, αλλά τι σχέση έχει αυτό;>>
<<Δεν έχει. Ευχαριστώ>>


Ο Μουσχίρ συνάντησε, αργότερα, τον Σερεμέτ.
<<Σήμερα το πρωί στις 11:00 πήγα στο γραφείο του κ.Αχμέτ, του νέου δημάρχου που μόλις που έχει εκλεγεί. Όπως γνωρίζετε έχω μια επιχείρηση που αναλαμβάνει δημόσια έργα. Του πρότεινα λοιπόν μια συμφωνία για τα επικείμενα έργα του δήμου.>>
<<Αν δεν κάνω λάθος κ.Σερεμέτ η επιχείρησή σας είναι στα πρόθυρα χρεωκοπίας.>>
<<Αυτές είναι φήμες. Εγώ δεν...>>
<<Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία με το δήμο, θα ήταν οικονομική ανάσα για σας. Κι απ΄ότι είδα από κάποια έγγραφα στο γραφείο του δημάρχου σήμερα, δεν επετεύχθη. Δύσκολο να σε απορρίπτουν, ε;>>
<<Δεν καταλαβαίνω τι λες. Εγώ του έκανα μια πρόταση. Δε συμφωνήσαμε. Αυτό δε σημαίνει ότι θα τον σκότωνα. Έτσι κι αλλιώς η μνηστή μου θα εύρισκε τρόπο να ορθοποδήσουμε. Είναι σπουδαία στα οικονομικά. Δε θα ρίσκαρα για μια συμφωνία να γίνω κύριος ύποπτος.>>
<<Για μια τυχαία συμφωνία, όχι. Ήταν, όμως, η τελευταία σας ελπίδα και το θεωρώ πιθανό. Και έτσι πάντως, ρισκάρετε. Πείτε μου, τι κάνατε μεταξύ 12:00 και 12:35;>>
<<Έφυγα από το γραφείο του Αχμέτ κατά τις 11:40 και γύρισα στη δουλειά μου. Από τις 12:20 και μετά ήμουν στο καπνιστήριο του κτηρίου και συζητούσα με ένα συνεργάτη μου.>>



Νωρίς το απόγευμα ο ντετέκτιβ συνάντησε και την κ.Νεσχάν.
<<Βρέθηκα, κατά τις 12 παρά, στο γραφείο του άντρα μου. Ήθελα να συζητήσουμε κάτι προσωπικό. Κάθησα περίπου 10 λεπτά.>>
<<Κ.Νεσχάν, η γραμματέας του δήλωσε πως άκουσε φωνές από μέσα. Τι συζητούσατε;>>
<<Τον τελευταίο καιρό δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά. Αφιέρωνε πολλές ώρες στη προσπάθειά του να αναλάβει το δήμο. Οι σχέσεις μας δεν περνούσαν και τις καλύτερες μέρες.>>
<<Νοιώθω, όμως, πως κάτι μου κρύβετε. Η ψευδής κατάθεση συνιστά αδίκημα. Αν πραγματικά δεν έχετε σχέση, πείτε μου τι, στ΄αλήθεια, συνέβη με το άντρα σας;>>
<<Εμείς δεν... Εντάξει. Τσακωθήκαμε το πρωί γιατί πιστεύω πως είχε σχέση με τη γραμματέα του, αυτή τη Σαλίμ. Δε θα άφηνα να τον πάρει αυτή.>>
<<Γι΄αυτό τον σκοτώσατε;>>
<<Δεν σκότωσα κανέναν. Έφυγα νευριασμένη από το γραφείο του πηγαίνοντας να πιω ένα καφέ. Δε θα έκανα φόνο ποτέ.>>
<<Μια τελευταία ερώτηση. Καπνίζετε;>>
<<Ορίστε; Το μισώ το κάπνισμα, αλλά δίπλα στον άντρα μου, φανατικό καπνιστή, έμαθα να το συνηθίζω.>>


Το βράδυ, ο Μουσχίν είχε βυθιστεί στις σκέψεις του. Ένοιωθε πως έλειπε κομμάτι από το παζλ. Κάτι που δεν είχε προσέξει, κάτι που δεν είχε σκεφτεί. Θυμόνταν ακριβώς τα λόγια των υπόπτων και έκανε υποθέσεις. Όλοι θα μπορούσαν να το έχουν κάνει. Όλοι είχαν κίνητρο. Η γραμματέας, αν πράγματι είχαν σχέση, από φόβο μη γυρίσει στη γυναίκα του, ο πρώην δήμαρχος επειδή του κατέστρεψε τη ζωή, ο επιχειρηματίας επειδή θα τον οδηγούσε σε πτώχευση και η γυναίκα του επειδή έβλεπε ότι μια άλλη γυναίκα είχε μπει στη ζωή του. Οι σκέψεις γύριζαν στο μυαλό του. Το κίνητρο, ο δολοφόνος, η ώρα δολοφονίας. Ποιος όμως, πότε και γιατί. Όλα ήταν μπερδεμένα, μέχρι που... <<μα βέβαια, πως δεν το πρόσεξα νωρίτερα...>>


Τι, πραγματικά, συνέβη στο δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης;


Η λύση του μυστηρίου

Ο δήμαρχος Αχμέτ δολοφονήθηκε από τη γραμματέα του, τη Σαλίμ.

Η Σαλίμ είπε ότι πήγε στο μαγαζί απέναντι στις 12:20. Η γυναίκα του Αχμέτ αποχώρησε από το γραφείο στις 12:10. Η γραμματέας, κοιτάζοντας τα ραντεβού και βλέποντας ότι το μόνο άτομο που μπορούσε να έρθει χωρίς αυτό, δηλαδή η γυναίκα του, είχε μόλις αποχωρήσει, ήξερε πως έχει 10, ασφαλή, λέπτα μπροστά της για να κάνει το φόνο χωρίς να τη δει κάποιος. Η δολοφονία έγινε μεταξύ 12:10-12:20.

Κοιτάζοντας, προσεκτικά, τις καταθέσεις, η προσοχή του Μουσχίρ έπεσε στα λόγια του Σερεμέτ. Ο επιχειρηματίας υποστήριξε πως η μνηστή του χειρίζεται πολύ καλά τα οικονομικά. Ο ντετέκτιβ έκανε συνειρμούς, ώσπου συνειδητοποίησε πως θύτες και θύματα σχετίζονταν επικίνδυνα και το κίνητρο άρχιζε να αποκαλύπτεται. Η μνηστή του Σερεμέτ είναι η Σαλίμ, η γραμματέας.
Η Σαλίμ κατάλαβε πως ο μόνος τρόπος για να αποφύγουν τη χρεωκοπία, ήταν η συμφωνία της εταιρείας του Σερεμέτ με το Δήμο. Όταν οι ελπίδες της γκρεμίστηκαν, εκείνη έφτασε στα όρια. Όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν τα όριά τους, οι πράξεις τους παρακάμπτουν τη λογική...

Όταν ο Μουσχίρ βρισκόταν στο γραφείο του δημάρχου, παρατήρησε πως το πούρο στο τασάκι είχε σβηστεί από κάποιον. Οι σκέψεις του ντετέκτιβ μπήκαν σε μια σειρά:
Ένα πούρο δεν σβήνεται πιέζοντάς το στο τασάκι. Ένα πούρο σβήνει μόνο του αν το αφήσουμε.

Καταλάβαινε πως το άτομο που έκανε το φόνο δεν γνώριζε σχετικά με τα πούρα. Αμέσως απέκλεισε τους δύο άντρες, τον Αχλέ και το Σερεμέτ. Στη συνέχεια σκέφτηκε τη γυναίκα του δημάρχου, τη Νεσχάν. Εκείνη, όμως, όπως η ίδια υποστήριξε παρόλο που δεν τα συμπαθούσε, ήξερε γι΄αυτά από τον άντρα της. Μοιραία, οι υποψίες έπεσαν πάνω στη γραμματέα. Η σχέση της με το Σερεμέτ, διέλυσε τις αμφιβολίες.



Το βράδυ, την ημέρα του φόνου

Ο ντετέκτιβ καθόταν ήρεμος στο μπαλκόνι του σπιτιού, απολαμβάνοντας το αγαπημένο του λευκό κρασί. Ο έναστρος ουρανός απλώνονταν μπροστά του. Χαμογέλασε. Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, ανάβοντάς το με το μαύρο αναπτήρα του. Ακούμπισε το φλεγόμενο χαρτί στη άκρη του πούρου και ρούφησε αργά. Έκλεισε τα μάτια και γέρνοντας το κεφάλι πίσω, μονολόγισε:
¨Δεν είναι η γεύση του καπνού και το χρώμα του που χαρίζουν την απόλαυση. Είναι το άρωμά του...¨


written and edited by
detective k

1 Σεπτεμβρίου 2008

Δίχως του Αυγούστου το φεγγάρι/Αίμα και νερό (5)



Κάπου στο Αιγαίο, 31 Αυγούστου '94


Τελευταία νύχτα του Αυγούστου και το φεγγάρι, λεπτή φλοίδα, φως ελάχιστο στέλνει στην ερημική παραλία. Η πανσέληνος ήρθε φέτος νωρίς… Ένας θολός διάδρομος φωτός χάνεται στο φουρτουνιασμένο πέλαγος. Διαπεραστική, κατακόκκινη λάμψη φωτοβολίδας, υψώνεται στον καθαρό ουρανό, κάπου στο βάθος!

Έρημη ακτή, έρημο πέλαγος. Ο αέρας από βορρά προς νότο φύσά λυσσασμένος, παρασύροντας ό,τι δεν είναι καρφωμένο στη γη του μικρού νησιού. Μόνο ένας τρελός θα ξανοιγόταν στη θάλασσα μια τέτοια νύχτα…


Το επόμενο πρωινό,

Ο υπαστυνόμος Αλεξίου ξύπνησε νωρίτερα απ ότι ήλπιζε, την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Το τηλεφώνημα τον ανάγκασε να πάρει το πρώτο πλοίο για το νησί.

Η σκηνή του Εγκλήματος τον περίμενε απείρακτη βάσει των οδηγιών του.

Η γαλάζια ξύλινη βάρκα είχε ξεβραστεί από τη βραδινή καταιγίδα στην ερημική παραλία. Το πένθιμο πέταγμα των γλάρων, μακρινός οιωνός του μακάβριου τοπίου, κάτω από το γκριζωπό, θλιμμένο, ουρανό.

Μέσα στη βάρκα τα δυο άψυχα νεαρά κορμιά, μουσκεμένα ακόμη από αίμα και νερό, κείτονται αντικριστά στο ξεβαμμένο εσωτερικό της βάρκας. Χωρίς κουπιά βρέθηκε η βάρκα. Αίμα και νερό παντού. Αίμα και νερό! Και ένα μισοάδειο μπουκάλι φτηνό ουίσκι να επιπλέει, μαζί με μαδημένα ροδοπέταλα, στην κόκκινη λιμνούλα, σχηματισμένη μέσα στο, επίσης νεκρό, σκαρί της βάρκας…

Τα δυο παιδιά, το αγόρι με τα άγουρα μούσια και τα σγουρά ξανθά μαλλιά, και το μελαχρινό κορίτσι με τα μακριά μπερδεμένα μα λαμπερά μαλλιά, το χαλασμένο μακιγιάζ και το κεντητό φόρεμα με τη χρυσή καρφίτσα στο πέτο. Και οι δυο φορούσαν κίτρινα πλαστικά αδιάβροχα. Το αίμα στο πλαστικό δείχνει πιο έντονο, πιο τρομακτικό, πιο θανάσιμο… Μια μαχαιριά βαθιά στο στέρνο και οι δύο. Ίδια ηλικία, ίδια ρούχα, ίδιος θάνατος. Το ματωμένο, καταδυτικό, μαχαίρι στο χέρι του πτώματος του νεαρού άνδρα.

Λίγο πιο πέρα, ο πατέρας της νεαρής κοπέλας, επαγγελματίας σφουγγαράς στο νησί, και από χρόνια χήρος, σπαράζει στην αγκαλιά της αδερφής του: «Το σκότωσε το κοριτσάκι μου! Το σκότωσε ο αλήτης, τη σκότωσε! Κόρη μου! Κόρη μου! Ζωή μου! Τη σκότωσε! Τη σκότωσες!» Έκλαιγε με λυγμούς καθώς το βλέμμα του χανόταν στα ατάραχα νερά του πελάγους…

Ο υπαστυνόμος Αλεξίου δεν ένιωσε την επιθυμία να κοιτάξει για πολύ ακόμη τα άψυχα, νεκρά κορμιά των παιδιών. Σκέπασε, προσεκτικά, με το πλαστικό κάλυμμα τη βάρκα, και περπάτησε με κατεβασμένο, θλιμμένο, βλέμμα την αμμουδιά προς τα αυτοκίνητα στην ανηφόρα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο σημείο του ορίζοντα που τα γκριζογάλανα νερά συναντούν το μελαγχολικό, πρόωρα φθινοπωρινό, ουρανό του Αιγαίου. Στη συνέχεια διέταξε τη σύλληψη του πατέρα της νεαρής κοπέλας, για φόνο Α’ βαθμού…


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε;



Η λύση του μυστηρίου


Η Άννα και ο Χρήστος δυσκολεύονταν να κρύψουν το νεανικό έρωτά τους. Η κυριαρχική, αυταρχική συμπεριφορά του κ Μιχάλη, χήρου πατέρα της νεαρής, ήταν τέτοια που έκανε κάθε εκδήλωση των αισθημάτων τους επικίνδυνη, πιθανώς μοιραία, για το παράνομο, ατίθασο πάθος τους. Σε δύο μέρες ο νεαρός άνδρας θα έφευγε για το πρώτο μπάρκο του και το ζευγάρι ήθελε να γιορτάσει με ένα ρομαντικό, ερωτικό και συνάμα ριψοκίνδυνα μυστικό τρόπο. Η παλιά βάρκα του πατέρα του, τους προσέφερε το ιδανικό καταφύγιο, μακριά από όλους και όλα. Μέχρι που η καλοκαιρινή καταιγίδα ξέσπασε…


Το έμπειρο, ναυτικό, μάτι του, πρόωρα γερασμένου από τις κακουχίες θάλασσας, σφουγγαρά διέκρινε, λες και από ένστικτο, την κόκκινη λάμψη στο μαύρο ουρανό του πελάγους.

Το εξίσου έμπειρο και γερασμένο, και ανθεκτικό καΐκι του αργά αλλά σταθερά πλησίαζε το σημείο που είδε τη φωτοβολίδα. «Μόνο τρελοί θα ρίσκαραν έτσι τι ζωή τους για να βρεθούν εδώ με τέτοια θύελλα…» Το φτηνό, «Μεταξά», κονιάκ τον κρατούσε ζεστό και αρκετά θαρραλέο ώστε να συνεχίσει…


Και έπειτα τα δύο σκαριά ανταμώθηκαν… Μεθυσμένες ψυχές, κορμιά μουσκεμένα. Ποιος να σκεφτεί ορθά και δίκαια… Ο κτητικός πατέρας βλέπει την κόρη του να κινδυνεύει να πνιγεί σε ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος, οδηγημένη από αυτόν που έχει κάνει δικά του, την καρδιά και το σώμα της… Θολωμένος από τη στιχομυθία και το αλκοόλ ο Γέρος βρέθηκε με το μαχαίρι του σφηνωμένο στο στήθος αυτού που πήγε να του κλέψει τη ζωή, τώρα εκείνος κλέβοντας τη δική του… Στιγμές σπαρακτικές… το μαχαίρι πέφτει ματωμένο στη βάρκα. Αίμα παντού! Γυρνάει να ζητήσει βοήθεια από την κόρη του για να κουβαλήσουν το νεκρό κορμί του Χρήστου. Μα εκείνη δεν απαντά. Εξίσου άψυχη με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Τα χέρια της το κρατούν αδύναμα, νεκρά μα αποφασισμένα. Αυτόχειρας που η μοίρα διάλεξε να πάρει… Συντροφιά τα δυο παιδιά θα κάνουν πια στους ουρανούς, πάνω από καταιγίδες και κύματα.

Ο κυρ Γιάννης μόνος στη βροχή. Κόκκινα χέρια με αίμα και νερό ποτισμένα. Φονιάς και φονευμένος. Μόνος στη ζωή. Αίμα και νερό παντού γύρω του…



written and edited by mr.androu