5 Νοεμβρίου 2008

Cental Park afternoon (10)



Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1989,

Παγερή Κυριακή και το Σέντραλ Παρκ φαντάζει ειδυλλιακό για τους ταλαιπωρημένους κατοίκους της άγρυπνης μεγαλούπολης. Στα κρυστάλλινα, παγωμένα νερά της λίμνης επιπλέουν μουσκεμένα τα ξερά, νεκρά φύλλα των, σχεδόν γυμνών, δέντρων γύρω. Κάποια φύλλα αντιστέκονται στο χειμώνα που έρχεται. Το θρόισμα τους, σιωπηλή μουσική. Στην απατηλή αντηλιά του αχνού φωτός, που τα πυκνά σύννεφα επιτρέπουν να φτάσει στη γη, οι κάθε λογής επισκέπτες του πάρκου γαληνεύουν. Άλλοι παρατηρούν ράθυμα τη φυσική ομορφιά του. Άλλοι διασκεδάζουν με σπορ και αστεία με φίλους. Ζευγαράκια απολαμβάνουν μια γωνιά ησυχίας κρυμμένοι στην ανωνυμία του πλήθους, και τη σκιά μερικών, αειθαλών, δέντρων. Κάθε παγκάκι και μια μικρή, προσωπική, ξεχωριστή ιστορία... Μωσαϊκό διαφορετικότητας, ανθρώπινο παζλ με πράσινο φόντο, στην καρδιά της μουντής, γκρίζας μητρόπολης…

Ένα ξανθό αγοράκι παίζει με τη μητέρα του στο γρασίδι με μια μικρή, γαλάζια μπάλα. Εκείνη, καλοντυμένη, νεαρή και καλοστεκούμενη, με το μακρύ εκρού παλτό της να σκεπάζει το λυγερό της κορμί. Επιδερμίδα αλαβάστρινη, λευκή όπως του γιου της. Τα έντονα γαλαζοπράσινα μάτια της μοιάζουν με μεθυστικό τέχνασμα της φύσης του πάρκου, που μαγνητίζουν την προσοχή και αντανακλούν το αχνό φως του γλυκού απογεύματος. Τα κοντά καρέ, σχεδόν αντρικά κουρεμένα, καστανόξανθα μαλλιά της, φαντάζουν τρυφερή μεταμφίεση, άτυχη προσπάθεια να δείχνει λιγότερο γοητευτική, λιγότερο προκλητική. Λες και νιώθει ενοχές για την ομορφιά της. Το γλυκό, μελαγχολικό, βλέμμα και οι εκφράσεις της υποδηλώνουν την ανάγκη της για ειρήνη. Μα δεν είναι ξέγνοιαστη, σίγουρα. Κάτι στο χώρο, κάτι στην ατμόσφαιρα, δείχνει να μη την αφήνει να αφεθεί στην ευτυχία που της ανήκει…

Η μπάλα κυλά προς τη λίμνη…
-«Άντριου, μην τρέχεις, περίμενε! Πρόσεχε αγάπη μου…»

Τρέχει να προλάβει το μικρό αγόρι. Μα ο μικρός Andrew τρέχει γρήγορα και εκείνη φορά ψηλοτάκουνες μπότες. Το παιδί προσπαθεί να προλάβει τη μπάλα. Μα δεν μπορεί… Απέλπιδα προσπάθεια! Το παγωμένο νερό της λίμνης τον νικά καθώς πέφτει για να πιάσει τη μπάλα. Βρίσκεται να παλεύει με το νερό που τον σπρώχνει στον πάτο. Δεν ξέρει κολύμπι… Εκείνη τρέχει κοντά του. Ώσπου κάτι, κάποιος φαίνεται να της τραβά απότομα την προσοχή. Γλιστράει και πέφτει στο γρασίδι. Δεν μπορεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί να βοηθήσει το γιο της. Αυτό που κοιτά είναι πολύ δυνατό, την έχει απορροφήσει εντελώς. Μια μαύρη τρύπα στο μυαλό της! Οι σκέψεις μαύρες κάνουν τρομακτικό χορό μέσα της: «Μα πως είναι δυνατόν; Γιατί είναι εδώ; Πως Μας βρήκε;»

-«Τζέην! Τζέην!» «Άσε τον ήσυχο, ακούς; Μη τον πλησιάσεις! Σταμάτα, σε παρακαλώ, δε φταίει αυτός σε κάτι! τον αγαπώ! είναι ότι έχω...»

Μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά και πάλλευκη επιδερμίδα έστεκε σιωπηλή, μερικά μέτρα δίπλα της. Το μακρύ μαύρο παλτό της και τα μεγάλα, εξίσου μαύρα γυαλιά της, έκαναν την αλλόκοτη γυναικεία παρουσία να μοιάζει τρομακτική.

Η φωνή της παγερή, μελωδική, σχεδόν τραγουδιστή μα αλλόκοτη:
-«Με πρόδωσες!. Κανείς δε σε αγάπησε όσο εγώ. Με άφησες. Με ξέχασες. Είσαι αδύναμη χωρίς εμένα. Μα σε συγχωρώ! Δεν ήρθα για κακό. Με χρειάζεστε και οι δύο το ξέρεις... Όμως δεν πρόκειται να με αφήσεις ξανά! Έχω έρθει για σένα. Όλα θα γίνουν όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Όπως τα είχαμε ονειρευτεί! Σε βρήκα! Τώρα είναι η σειρά σου. Ξέρεις που να με βρεις…»

Μια μεγάλη στιγμή σιωπής.
-«Είστε καλά; Χτυπήσατε;»
Η φωνή του βρεγμένου, νεαρού άνδρα που κρατούσε στην αγκαλιά του, παγωμένο, το μικρό αγόρι, ξύπνησε απότομα τη χαμένη στις σκέψεις της γυναίκα…

Το βλέμμα της γεμάτο φόβο, πανικό και ενοχή! Ενοχή που δεν είναι αρκετά ικανή, αρκετά δυνατή για να προστατεύσει το μόνο άνθρωπο που αγαπά, το μικρό της αγγελούδι. Μα δεν ήταν η λίμνη με τα παγωμένα νερά που τη γέμισε με φόβο…

-«Τζέην! Τζέην σε παρακαλώ περίμενε!»
Η σκοτεινή φιγούρα της μαυροντυμένης γυναίκας απομακρύνονταν με σταθερό βήμα.
Η νεαρή γυναίκα, αφήνοντας το γιο της στην αγκαλιά του ξένου άνδρα, λες και δεν έβλεπε πια τίποτα εκτός από τη μυστήρια Τζέην, άρχισε να τρέχει από πίσω της!
Όσο πιο γρήγορα έτρεχε τόσο περισσότερο έτρεχε και εκείνη… Στο μακρύ πλακόστρωτο πεζόδρομο, κάτω από τα ψηλά δέντρα του πάρκου, οι περαστικοί σάστιζαν στο παράδοξο, αινιγματικό θέαμα! Ένα πρωτόγνωρο, αλλόκοτο κυνηγητό.
Διέσχισε πολλά μέτρα, σπρώχνοντας, τρέχοντας παραπατώντας. Αλαφιασμένη, πανικόβλητη! Το πάρκο ήταν τόσο μεγάλο και εκείνη τόσο αργή…
Φτάνοντας στην έξοδο του είδε τη μαυροντυμένη γυναίκα να διασχίζει την πολυσύχναστη λεωφόρο και να χάνεται στο πλήθος απέναντι. Μα έπρεπε να την προλάβει, έπρεπε να δώσει ένα τέλος!
Διέσχισε το δρόμο με μιάς, δίχως να κοιτάξει πίσω, δίχως να κοιτάξει στο πλάι.
Και το τέλος δόθηκε γρήγορα απρόσμενα και με θόρυβο.

Ο τρομακτικός ήχος του φρεναρίσματος, από τα λάστιχα της μαύρης, γυαλιστερής Buick του υπαστυνόμου Anderson δεν ήταν αρκετός για να σταματήσει το από την υπερβολική, όπως πάντα, ταχύτητά του το αυτοκίνητο.
Το κορμί της άψυχης γυναίκας κείτονταν στο πλάι του δρόμου.
Ο υπαστυνόμος πετάχτηκε αμέσως έξω από το αμάξι και έτρεξε προς το μέρος του τόσο άτυχου, απρόσεκτου διαβάτη της λεωφόρου. Στην όψη της νεκρής γυναίκας σάστισε. Ένιωσε το την ανάσα του να κόβεται. Τα διαπεραστικά γαλαζοπράσινα μάτια της τον κοιτούσαν ακόμη, άψυχα. Μαρτυρούσαν για πρώτη φορά το φόβο, την ευαισθησία και τον καλά κρυμμένο πόνο της. Ο Anderson είδε τη σκέψη του να ταξιδεύει, στιγμιαία, πίσω στο χρόνο καθώς έκλεινε, με τρυφερότητα, τα μάτια της κοπέλας: «Σκοτεινή, ειρωνική και περιπαικτική η μοίρα των ανθρώπων, μικρή μου Emily…»
Τα αυτοκίνητα και οι περαστικοί συνέχισαν να κινούνται γρήγορα, απρόσωπα και μηχανικά προς τις δύο κατευθύνσεις του δρόμου. Οι σειρήνες του ασθενοφόρου ακούγονταν από μακριά καθώς πλησίαζαν.

-«Μαμά! Μαμά;»
Στην αγκαλιά του ξένου άνδρα που το έσωσε, ένα μουσκεμένο, παγωμένο αγοράκι κλαίει. Ζητά φοβισμένο τη μαμά του να επιστρέψει. Οι πένθιμες σειρήνες της λεωφόρου δε φτάνουν ως εκεί…

Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο Central Park, το παγωμένο απόγευμα του Νοέμβρη;



written and edited by mr.androu