1 Σεπτεμβρίου 2008

Δίχως του Αυγούστου το φεγγάρι/Αίμα και νερό (5)



Κάπου στο Αιγαίο, 31 Αυγούστου '94


Τελευταία νύχτα του Αυγούστου και το φεγγάρι, λεπτή φλοίδα, φως ελάχιστο στέλνει στην ερημική παραλία. Η πανσέληνος ήρθε φέτος νωρίς… Ένας θολός διάδρομος φωτός χάνεται στο φουρτουνιασμένο πέλαγος. Διαπεραστική, κατακόκκινη λάμψη φωτοβολίδας, υψώνεται στον καθαρό ουρανό, κάπου στο βάθος!

Έρημη ακτή, έρημο πέλαγος. Ο αέρας από βορρά προς νότο φύσά λυσσασμένος, παρασύροντας ό,τι δεν είναι καρφωμένο στη γη του μικρού νησιού. Μόνο ένας τρελός θα ξανοιγόταν στη θάλασσα μια τέτοια νύχτα…


Το επόμενο πρωινό,

Ο υπαστυνόμος Αλεξίου ξύπνησε νωρίτερα απ ότι ήλπιζε, την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Το τηλεφώνημα τον ανάγκασε να πάρει το πρώτο πλοίο για το νησί.

Η σκηνή του Εγκλήματος τον περίμενε απείρακτη βάσει των οδηγιών του.

Η γαλάζια ξύλινη βάρκα είχε ξεβραστεί από τη βραδινή καταιγίδα στην ερημική παραλία. Το πένθιμο πέταγμα των γλάρων, μακρινός οιωνός του μακάβριου τοπίου, κάτω από το γκριζωπό, θλιμμένο, ουρανό.

Μέσα στη βάρκα τα δυο άψυχα νεαρά κορμιά, μουσκεμένα ακόμη από αίμα και νερό, κείτονται αντικριστά στο ξεβαμμένο εσωτερικό της βάρκας. Χωρίς κουπιά βρέθηκε η βάρκα. Αίμα και νερό παντού. Αίμα και νερό! Και ένα μισοάδειο μπουκάλι φτηνό ουίσκι να επιπλέει, μαζί με μαδημένα ροδοπέταλα, στην κόκκινη λιμνούλα, σχηματισμένη μέσα στο, επίσης νεκρό, σκαρί της βάρκας…

Τα δυο παιδιά, το αγόρι με τα άγουρα μούσια και τα σγουρά ξανθά μαλλιά, και το μελαχρινό κορίτσι με τα μακριά μπερδεμένα μα λαμπερά μαλλιά, το χαλασμένο μακιγιάζ και το κεντητό φόρεμα με τη χρυσή καρφίτσα στο πέτο. Και οι δυο φορούσαν κίτρινα πλαστικά αδιάβροχα. Το αίμα στο πλαστικό δείχνει πιο έντονο, πιο τρομακτικό, πιο θανάσιμο… Μια μαχαιριά βαθιά στο στέρνο και οι δύο. Ίδια ηλικία, ίδια ρούχα, ίδιος θάνατος. Το ματωμένο, καταδυτικό, μαχαίρι στο χέρι του πτώματος του νεαρού άνδρα.

Λίγο πιο πέρα, ο πατέρας της νεαρής κοπέλας, επαγγελματίας σφουγγαράς στο νησί, και από χρόνια χήρος, σπαράζει στην αγκαλιά της αδερφής του: «Το σκότωσε το κοριτσάκι μου! Το σκότωσε ο αλήτης, τη σκότωσε! Κόρη μου! Κόρη μου! Ζωή μου! Τη σκότωσε! Τη σκότωσες!» Έκλαιγε με λυγμούς καθώς το βλέμμα του χανόταν στα ατάραχα νερά του πελάγους…

Ο υπαστυνόμος Αλεξίου δεν ένιωσε την επιθυμία να κοιτάξει για πολύ ακόμη τα άψυχα, νεκρά κορμιά των παιδιών. Σκέπασε, προσεκτικά, με το πλαστικό κάλυμμα τη βάρκα, και περπάτησε με κατεβασμένο, θλιμμένο, βλέμμα την αμμουδιά προς τα αυτοκίνητα στην ανηφόρα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο σημείο του ορίζοντα που τα γκριζογάλανα νερά συναντούν το μελαγχολικό, πρόωρα φθινοπωρινό, ουρανό του Αιγαίου. Στη συνέχεια διέταξε τη σύλληψη του πατέρα της νεαρής κοπέλας, για φόνο Α’ βαθμού…


Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε;



Η λύση του μυστηρίου


Η Άννα και ο Χρήστος δυσκολεύονταν να κρύψουν το νεανικό έρωτά τους. Η κυριαρχική, αυταρχική συμπεριφορά του κ Μιχάλη, χήρου πατέρα της νεαρής, ήταν τέτοια που έκανε κάθε εκδήλωση των αισθημάτων τους επικίνδυνη, πιθανώς μοιραία, για το παράνομο, ατίθασο πάθος τους. Σε δύο μέρες ο νεαρός άνδρας θα έφευγε για το πρώτο μπάρκο του και το ζευγάρι ήθελε να γιορτάσει με ένα ρομαντικό, ερωτικό και συνάμα ριψοκίνδυνα μυστικό τρόπο. Η παλιά βάρκα του πατέρα του, τους προσέφερε το ιδανικό καταφύγιο, μακριά από όλους και όλα. Μέχρι που η καλοκαιρινή καταιγίδα ξέσπασε…


Το έμπειρο, ναυτικό, μάτι του, πρόωρα γερασμένου από τις κακουχίες θάλασσας, σφουγγαρά διέκρινε, λες και από ένστικτο, την κόκκινη λάμψη στο μαύρο ουρανό του πελάγους.

Το εξίσου έμπειρο και γερασμένο, και ανθεκτικό καΐκι του αργά αλλά σταθερά πλησίαζε το σημείο που είδε τη φωτοβολίδα. «Μόνο τρελοί θα ρίσκαραν έτσι τι ζωή τους για να βρεθούν εδώ με τέτοια θύελλα…» Το φτηνό, «Μεταξά», κονιάκ τον κρατούσε ζεστό και αρκετά θαρραλέο ώστε να συνεχίσει…


Και έπειτα τα δύο σκαριά ανταμώθηκαν… Μεθυσμένες ψυχές, κορμιά μουσκεμένα. Ποιος να σκεφτεί ορθά και δίκαια… Ο κτητικός πατέρας βλέπει την κόρη του να κινδυνεύει να πνιγεί σε ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος, οδηγημένη από αυτόν που έχει κάνει δικά του, την καρδιά και το σώμα της… Θολωμένος από τη στιχομυθία και το αλκοόλ ο Γέρος βρέθηκε με το μαχαίρι του σφηνωμένο στο στήθος αυτού που πήγε να του κλέψει τη ζωή, τώρα εκείνος κλέβοντας τη δική του… Στιγμές σπαρακτικές… το μαχαίρι πέφτει ματωμένο στη βάρκα. Αίμα παντού! Γυρνάει να ζητήσει βοήθεια από την κόρη του για να κουβαλήσουν το νεκρό κορμί του Χρήστου. Μα εκείνη δεν απαντά. Εξίσου άψυχη με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Τα χέρια της το κρατούν αδύναμα, νεκρά μα αποφασισμένα. Αυτόχειρας που η μοίρα διάλεξε να πάρει… Συντροφιά τα δυο παιδιά θα κάνουν πια στους ουρανούς, πάνω από καταιγίδες και κύματα.

Ο κυρ Γιάννης μόνος στη βροχή. Κόκκινα χέρια με αίμα και νερό ποτισμένα. Φονιάς και φονευμένος. Μόνος στη ζωή. Αίμα και νερό παντού γύρω του…



written and edited by mr.androu



3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η ιστορία πολύ ωραία. Περιμένουμε νέο έγκλημα.

Ανώνυμος είπε...

Ρε θα μπορούσε το τέλος να είναι διαφορετικό.
Να σκότωνε πρώτα την κόρη του και μετά το νεαρό.

Πότε θα δημοσιεύσετε ιστορίες αναγνωστών;

Chris Kar είπε...

Σύντομα θα έχετε την πρώτη ιστορία που μας έχει στείλει αναγνώστης.
Σχεδιάζαμε να γίνει αυτό πιο νωρίς, λόγω, όμως, του μεγάλου όγκου ιστοριών που μας έχετε στείλει, και επειδή πρεπει να τις ελέγξουμε και να τις κρίνουμε εκτεταμένα, έχει καθυστερήσει η δημοσίευσή τους.