
Έρχεται...
Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε στο Central Park, το παγωμένο απόγευμα του Νοέμβρη;
Νέα Υόρκη, 1978,
Ημίφως. Κορμιά σκιές κινούνται ερωτικά, παθιασμένα, άλλοτε ρυθμικά και άλλοτε μηχανικά και απροσάρμοστα στο άκουσμα της έντονης διαπεραστικής μουσικής. Η φωνή του Morrison, λίγα χρόνια μετά το μυστήριο θάνατο του, ακόμη αντηχούσε καθημερινά, πειραγμένη κάπως, στο μυστηριακό στούντιο γνωστού, επαναστατικού visual artist.
Μουσική, έρωτας, σκόνη στον αέρα, χάπια, ηδονή. Το κυνήγι της μέθεξης.
Μια κοπέλα θέλει να πετάξει. Μοιάζει με άγγελο ξανθό, άγιο κορμί, πρόσωπο άγιο. Διαπεραστικό, πρόστυχο, οργισμένο και, ταυτόχρονα, φοβισμένο, τρυφερό, το γαλαζοπράσινο βλέμμα της. Θέλει να γίνει ένα με τα πλάσματα του ουρανού. θέλει να τα φτάσει, να τα αγγίξει, να τους κάνει παθιασμένο έρωτα, να τα αγαπήσει και τα την αγαπούν. Εδώ όλα μπορούν να συμβούν. Είναι ο χώρος που οι νέοι ταξιδεύουν στην ψυχή τους, σε μια ονείρωξη δίχως ύπνο σε μια στιγμή έξω από το χρόνο, σε μια έκρηξη αυτοκαταστροφικής ευτυχίας, απόδρασης από το μελαγχολικό, θλιμμένο εαυτό τους.Το παράθυρο ανοιχτό, μοίαζει με πόρτα. Ειναί κοντά...
«Αααααααα!!», κραυγή απόγνωσης. Μετά σιωπή.
Τρεις μέρες αργότερα,
Η μαύρη, σκονισμένη Buick του υπαστυνόμου Anderson, σταμάτησε με θόρυβο στην είσοδο της παλιάς, επιβλητικής πολυκατοικίας, από πέτρα και γυαλί. Η μυρωδιά του καμένου λάστιχου από το φρενάρισμα σκοτεινή προοικονομία των διαθέσεων του «άγριου μπάτσου» όπως πολλοί τον αποκαλούσαν. Πεσμένα, νεκρά φύλλα στο πλάι του δρόμου. Παγερό πρωινό του Νοέμβρη…
Στην τραχιά όψη του υπαστυνόμου με τη μακριά, γκρι καπαρντίνα, όλοι στο στούντιο σάστισαν. Εκείνος περπάτησε αποφασιστικά προς το μέρος που κάθονταν ο γνωστός καλλιτέχνης:
-«Καλημέρα σας υπαστυνόμε. Θα μπορούσα να μάθω το λόγο που εισβάλλετε άκομψα, απρόσκλητος, στο χώρο μου;»
-«Πριν από τρεις μέρες εξαφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα, ονόματι Emily Wintour. Τη γνωρίζετε;»
-«Χμμ.. Πολλά κορίτσια έρχονται και φεύγουν κάθε μέρα… Γλυκιά μου Έμιλυ! Ήρθε πριν λίγο καιρό πρώτη φορά… Δυστυχώς έχω πολλές μέρες να τη δω. Εξαφανίστηκε μου λέτε; Απορώ…Ελπίζω να βρεθεί σύντομα, έχω πολλές σκέψεις για το μέλλον της θα κάνει πολλά… Ενημερώστε με για ό,τι νεότερο! Λυπάμαι που δεν ξέρω περισσότερα, αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω αλήθεια. Εδώ δεν έχει σημασία ποιος είσαι μπαίνοντας. Αλλά ποιος γίνεσαι φεύγοντας. Τα παιδιά εξερευνούν την ψυχή τους ξέρετε…»
-«Περίεργο που δεν ξέρεις περισσότερα ενώ την είδαν να μπαίνει στο κτίριο πριν τρία βράδια ακριβώς. Καλύτερα να προσέχεις τι λες… Οι Περίοικοι λένε πως άκουσαν κραυγές αργά τη νύχτα. Η κοπέλα είναι συγγενής του Δημάρχου, από αυστηρή οικογένεια. Οι δικοί της δεν θα αφήσουν την υπόθεση μέχρι να βρεθεί. Ζωντανή η νεκρή. Και αν κάποιος φταίει για ό,τι μπορεί να έχει συμβεί, θα φροντίσω να το πληρώσει πολύ ακριβά. Εσύ τι θεωρείς πιθανότερο να έχει συμβεί, φίλε μου;»
-«Οι εικασίες σας με εντυπωσιάζουν, αλλά με προσβάλλουν παράλληλα… Σας είπα δεν γνωρίζω τίποτα. Η κοπέλα δεν ήταν εδώ πρόσφατα. Για οτιδήποτε άλλο σας παρακαλώ να έρθετε με ένταλμα και το στούντιο είναι στη διάθεση σας. Ευχαρίστως να καταθέσω ότι γνωρίζω για την κοπέλα. Τώρα, σας παρακαλώ φύγετε, ενοχλείτε τα παιδιά που δουλεύουν.»
-«Μάλιστα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τη σημασία της κατάστασης… Πιστεύω πως θα τα πούμε πολύ σύντομα.»
Γυρνώντας για να φύγει ο υπαστυνόμος αιφνιδιάσθηκε βλέποντας να βγαίνει από ένα δωμάτιο μια γυμνή γυναίκα, η σιλουέτα της τυλιγμένη με ένα λευκό μακρύ σεντόνι, το οποίο σέρνονταν στο παγωμένο πάτωμα. Τα εντυπωσιακά γυαλιστερά μακριά μαύρα της μαλλιά και η πάλλευκη επιδερμίδα μαγνήτιζαν κάθε τι γύρω τους. Η εντυπωσιακή κοπέλα φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά, σε μια ατυχή προσπάθεια να κρύψει τους μώλωπες που ήταν εμφανείς στο πρόσωπό της.
Η φωνή της βγήκε αέρινη, σχεδόν τραγουδιστή, μα μελαγχολική και αλλόκοτη:
-«Η Έμιλυ δεν είναι πια εδώ. Ταξιδεύει με τα πουλιά. Του ουρανού το απέραντο σπίτι τη φιλοξενεί. Είναι νεκρή! Είναι ζωντανή! Του μεγάλου πάρκου το πράσινο γρασίδι σκεπάζει το σώμα της. Η ψυχή της, το νερό της λίμνης από ψηλά κοιτάζει… Όλα την αγαπούν, όλα τη θέλουν! Είναι ο κόσμος δικός της. Είναι ελεύθερη!
Ο Anderson σάστισε για μια στιγμή από τη μυστηριακή απαγγελία της νεαρής γυναίκας… Τις σκέψεις του διάκοψε αμέσως ο καλλιτέχνης:
-«Τζέιν πήγαινε μέσα σε παρακαλώ!... Μην ακούτε τι λέει η κοπέλα. Ονομάζεται Jane Davis και έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.. Είναι σπάνιο ταλέντο ζωγραφικής. Όμως είχε προβλήματα με ναρκωτικά και προσπαθούμε όλοι εδώ να την βοηθήσουμε. Δεν έχει σπίτι. Πριν λίγες μέρες προσπάθησε να πέσει ψηλά από τη βιβλιοθήκη σε μια ανόητη, "ακίνδυνη" απόπειρα αυτοκτονίας… Όμως μην ακούτε τι λέει, παραληρεί… Σας παρακαλώ αφήστε μας μόνους έχει πάλι κρίση. Θα έρθω όποτε θελήσετε στο τμήμα για ότι άλλο χρειαστείτε για την αναζήτηση της Έμιλυ. Όμως τώρα απαιτώ να φύγετε από το σπίτι μου…»
Δέκα μέρες αργότερα.
Η έρευνα της αστυνομίας στο Σέντραλ Παρκ για την αναζήτηση του πτώματος της νεαρής Emily Wintour ήταν ακόμη άκαρπη. Μια μυστήρια πληροφορία που ο υπαστυνόμος Anderson αρνούνταν να αποκαλύψει από πού προήλθε, οδήγησε σε δεκαήμερη προσπάθεια ανασκαφής με τη βοήθεια αστυνομικών σκύλων του πτώματος της κοπέλας που ο υπαστυνόμος έδειχνε πεπεισμένος πως βρισκόταν κάπου εκεί… Ώσπου τελικά, σε μια σκοτεινή γωνιά του πάρκου, κάτω από το την πένθιμη σκιά που τα αειθαλή δέντρα προσέφεραν, βρέθηκε ο αυτοσχέδιος, κρυμμένος τάφος…
Όμως το μυστήριο της εξαφάνισης δε λύθηκε τελικά. Αντίθετα, έγινε πιο περίεργο, πιο αλλόκοτο, πιο σκοτεινό. Ένα μέτρο κάτω από το παχύ γρασίδι δεν ήταν θαμμένο το πτώμα της Έμιλυ. Τυλιγμένος καλά με πλαστική, μαύρη σακούλα ήταν ένας κορνιζαρισμένος πίνακας. Αφηρημένη απεικόνιση της εξαφανισμένης κοπέλας. Πίνακας μυστήριος, αντιφατικός. Η μορφή της αθώα και λάγνα, όμορφη και μελαγχολική, γοητευτική και ψυχεδελική…
Τι, πραγματικά, συνέβη άραγε;
written and edited by mr.androu
Αγαπημένη μου Σάρα,
Πάνε ήδη δέκα μέρες που έχω να σε ακούσω, που έχω να σε δω. Προσπαθείς να μείνεις μακριά, να πείσεις τον εαυτό σου να μας απαρνηθεί. Μου φαίνονται όλες οι στιγμές μεγάλες, ο χρόνος δεν κυλά μακριά σου. Μου λείπεις όπως λείπει στη νύχτα το καθάριο, λευκό, φως του φεγγαριού. Πονάω! Κάθε μέρα που περνά το σώμα και ψυχή μου πονούν όλο και περισσότερο. Ένα μωρό μεγαλώνει μέσα μου και όλα μοιάζουν γύρω μου χαμένα. Νιώθω το προδομένο βλέμμα του άντρα μου να με κοιτά από ψηλά με οργή, θλίψη και παράπονο. Εκείνος έδωσε τη ζωή του για μένα και την πατρίδα του και δε θα είναι εδώ όταν γεννηθεί ο γιος του. Και ξέρει πόσο πρόδωσα την αγάπη και την πίστη του. Δε θα με συγχωρέσει ποτέ… Νιώθω μόνη. Προδότρια και προδομένη…
Προδομένη γιατί ότι έκανα το έκανα για μας. Η μοίρα θέλησε να μας φέρει κοντά, να διασταυρώσει τις ζωές μας. Να τα ανατρέψει όλα με μανία και πάθος… Δε μπορώ να πιστέψω πως όλα ήταν μια συγκυρία της στιγμής και ελπίζω πως αυτό είναι αμοιβαίο. Μπορούμε να αφήσουμε τη μοίρα να μας καθοδηγήσει στο δρόμο που εκείνη θέλει. Άσε τα όλα πίσω και έλα να φύγουμε μαζί! Δεν είσαι αληθινή στο γάμο σου, δεν είσαι γεμάτη στη ζωή σου όπως και εγώ. Έλα να ζήσουμε αυτό που με πόνο και ντροπή προσπαθούμε να κρύψουμε… Τόλμησε το μαζί μου. Και ότι γίνει… Θα είμαστε πάντα μαζί. Μη φοβάσαι. Μην κρύβεσαι από μένα. Είμαι η Άννα σου! Σε θέλω! Σε αγαπώ…(…)
Ο επιθεωρητής McHill δεν είχε ανάγκη να διαβάσει το κομμάτι που έλειπε από το τσαλακωμένο, μισοτελειωμένο, γράμμα που κρατούσε. Το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε μέσα στο λερωμένο φάκελο του. Έπειτα γέμισε το ποτήρι του με λίγο ακόμη από το αγαπημένο του μπράντυ, και έμεινε να κοιτάζει απορροφημένος τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι.
Το μυαλό του έτρεξε για άλλη μια φορά στο σταθμό του τρένου και όσα συνέβησαν τη μοιραία μέρα που έχασε τον παλιό, καλό του φίλο. Τόσο άδικα. Τόσο άδοξα. Τόσο τραγικά. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως η νοσοκόμα που φρόντιζε τις πληγές του Συνταγματάρχη, θα ήταν η ίδια μια θανάσιμη πληγή για εκείνον και την οικογένεια του. Την τόσο τέλεια οικογένεια. Την τόσο τέλεια σύζυγο… Ένα στιγμιαίο χαμόγελο για την αφελή, αστεία τραγική άποψη που είχε για τη γυναίκα του φίλου του.
Έπειτα θυμήθηκε τα όσα του αφηγήθηκαν οι μάρτυρες στο σταθμό για την επεισοδιακή συνάντηση των δύο εραστών λίγο πριν φτάσει το τρένο:
-«Σου είπα να μείνεις μακριά μου! Τελείωσε! Πως τολμάς να εμφανίζεσαι μπροστά στα παιδιά μου και να μου ζητάς να συγχωρέσω αυτό που έκανες με μια ανθοδέσμη. Έστειλες γράμμα στο Σαμ και του τα είπες όλα για να καταστρέψεις την οικογένεια μου από εκδίκηση που ο δικός σου άντρας δεν γύρισε ζωντανός! Μην παριστάνεις την ερωτευμένη λοιπόν! Δεν είσαι εδώ από έρωτα αλλά από απόγνωση φόβο και ανάγκη. Τι σου έκανα και προσπαθείς να καταστρέψεις όσα έχω;»
-«Ώστε αυτό έχεις πείσει τον εγωιστικό εαυτό σου πως συμβαίνει; Είμαι επτά μηνών έγκυος και νομίζεις πως με νοιάζει η εκδίκηση; Είμαι εδώ επειδή έχεις εξαφανιστεί και μόνο εδώ θα μπορούσα να σε δω… Ότι έκανα το έκανα για μας! Σε αγαπώ μου έλεγες θυμάσαι; Και τώρα στα δύσκολα φοβάσαι να ακολουθήσεις τη καρδιά σου, συμβιβασμένη στην πολυτελή, μισογεμάτη ζωή σου. Είμαι εδώ για να ξεκαθαρίσουν όλα! Είμαι εδώ για μας…»
Η λογομαχία ήταν έντονη. Η Σάρα μιλούσε ψυχρά και μειωτικά στην Άννα. Απείλησε τη ζωή της αν μιλήσει ξανά στο Συνταγματάρχη και δεν εξαφανιστεί από τη ζωή τους για πάντα. Έπειτα γύρισε την πλάτη της και περπάτησε προς τα παιδιά της που περίμεναν λίγο πιο μακριά, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Ξαναγύρισε μόνο στο άκουσμα των κραυγών του πλήθους, όταν η νεαρή νοσοκόμα έπεσε πανικόβλητη, γεμάτη απόγνωση, στις γραμμές του τρένου που έρχονταν. Ένα στιγμιαίο δάκρυ έτρεξε στο μάτι της Σάρα. Το σκούπισε βιαστικά και αγκάλιασε τα παιδιά της.
...Τον απορροφημένο επιθεωρητή ξύπνησε το νιαούρισμα της ράθυμης γάτας που έξυνε το ύφασμα της πολυθρόνας. «Πάλι πεινάς εσύ;» Χαμογέλασε μελαγχολικά και τη χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι. Έπειτα σηκώθηκε, και με αργά βήματα περπάτησε ως τη μικρή κουζίνα με το κίτρινο φως της λάμπας που κρεμόταν από το ταβάνι vα τον ζαλίζει ελαφρά, καθώς ετοίμαζε το δείπνο της…
written and edited by mr.androu
...της σκοτεινής πόλης το αόρατο πέπλο, κρύβει εκείνα που το τυχαίο μάτι νομίζει πως, εύκολα, μπορεί να διακρίνει...