22 Ιουνίου 2008

Το μαγαζάκι με τα ψιλικά (1)




Ξημερώματα 18ης Νοεμβρίου 2007, ώρα 1.40:

Στο κρυφό δρομάκι των Εξαρχείων, τις νεκρές, στα μάτια των βιαστικών περαστικών του πρωινού, νύχτες, λίγα συμβαίνουν. Παγερή η σιωπή που σπάζει, ενίοτε, από τούς βραδινούς θαμώνες του δρόμου. Δυο γάτες ψαχουλεύουν κλεφτά τους παραγεμισμένος, με σκουπίδια, κάδους. Ένας ηλεκτρικός ήχος που ψυχορραγεί ...μια λάμπα στο πλάι του δρόμου τρεμοσβήνει...
Η παρατεταμένη γυναικεία κραυγή, διαπεραστική σειρήνα που, ξάφνου, ανατρέπει τις ισορροπίες των ήχων στην κοιμωμένη, υπό το αχνό φως του καπνισμένου φεγγαριού, βιασμένη γειτονία του Πολυτεχνείου..
Την κραυγή ακολουθεί ένας κρότος εκκωφαντικός! Από πιστόλι είναι σίγουρα.. Και έπειτα άλλοι δύο! Και ένας ακόμη αμέσως μετά.. Τζάμια που σπάζουν με δύναμη! Οι γάτες ουρλιάζουν και κρύβονται βιαστικά... Πανικόβλητα ποδοβολητά αντηχούν από την άλλη άκρη του δρόμου. Κάποιος τρέχει για να χαθεί μέσα στο σκοτάδι βιαστικά.. Τα βήματα απονενοημένα μα γοργά,. η σιλουέτα του μυστηριώδους νυχτόβιου περιπατητή αχνή, χάνεται γρήγορα στο βάθος...
Η πινακίδα στο μαγαζάκι με τα ψιλικά είναι παραδόξως αναμμένη.. Πλησιάζοντας, η ατμόσφαιρα στατική, μαρτυρά πως κάτι τρομακτικό μόλις συνέβη και ο χώρος παλεύει να το δεχτεί.. Η μυρωδιά του μπαρουτιού που ακόμη υπάρχει, και η θέα της διαλυμένης βιτρίνας ταιριάζουν με τους τρομακτικούς ήχους που προηγήθηκαν. τα φώτα μοιάζουν ξεχασμένα ανοιχτά.
Το νεκρό κορμί του νεαρού άνδρα δίπλα στην είσοδο ανάμεσα στα πεταμένα αντικείμενα, που φαίνεται να σκόρπισε στο πάτωμα του μαγαζιού το κορμί του, καθώς έπεφτε, έχει το ματωμένο σημάδι που άφησε η σφαίρα στο στήθος του. Η όψη του ασυνήθιστη. Με ρούχα βρώμικα και αταίριαστα μεταξύ τους. Ένα φαρδύ πλαστικό μπουφάν που δεν είναι αγορασμένο για το δικό του λιπόσαρκο σώμα και μοιάζει φορεμένο πολύ, σχεδόν λιωμένο... Με μια δεύτερη ματιά παρατηρεί κανείς πως ο αξύριστος και βρώμικος νεαρός κρατά στο δεξί του χέρι ένα ζεστό, ακόμη, πιστόλι. Δίπλα στο αριστερό του χέρι είναι πεταμένη μια ανοιχτή ματωμένη πεταλούδα, το μαχαίρι των παρανόμων... Σηκώνοντας τα μανίκια του πτώματος είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για τοξικομανή, αφού η σφαίρα δεν ήταν το μόνο πράγμα που τρύπησε το σώμα του πρόσφατα...
Λίγα βήματα παραπέρα, κοντά στο ταμείο του μαγαζιού μια δεύτερη νεκρή φιγούρα στο πάτωμα.
Το γερασμένο σώμα της νεκρής ηλικιωμένης δε νικήθηκε από το χρόνο, μα από τις δύο σφαίρες που δέχτηκε, στην κοιλιά και το θώρακα. Τα μαύρα της ρούχα, μουλιασμένα από το αίμα των πληγών της, λες και θρηνούν και για το δικό της θάνατο πλέον.
Το ταμείο του μαγαζιού είναι ανοιχτό. Χρήματα, όμως, δε φαίνεται αν έχουν κλαπεί αφού υπάρχουν ακόμη πολλά κέρματα και μερικά χαρτονομίσματα μικρής αξίας. Τα τζάμια του μαγαζιού μοιάζουν σπασμένα από μια καρέκλα. Όμως φαίνεται πως σφαίρα τα διαπέρασε, πρώτα, και αυτά... Οι γάτες δειλά δειλά ξεπροβάλλουν πίσω από το παλιό, ξεβαμμένο, αυτοκίνητο που είχαν κρυφτεί. Ακούγεται η σειρήνα ενός περιπολικού που φτάνει από μακριά.
Στην οδό Πατησίων η κίνηση είναι ελάχιστη. Η μυρωδιά από τις μολότοφ και τα δακρυγόνα δεν έχει ξεθυμάνει εντελώς...


Τι, πραγματικά, συνέβη στο μαγαζί με τα ψιλικά;


Hint 1

Η κυρία Δέσποινα έχασε τον άντρα της σχετικά πρόσφατα. Οι επισκέπτες στο μικρό μαγαζάκι με τα ψιλικά, που διατηρούσε μόνη της στο μικρό, κρυφό, στενάκι πίσω από την Πατησίων, ήταν πλέον οι μόνοι που έκαναν τις μέρες της να φαίνονται διαφορετικές η μία από την άλλη… Πολλές νύχτες κάθονταν μέχρι αργά στο μαγαζί, αφού η τηλεόραση στο σπίτι είχε προ πολλού παραδώσει και αυτή το πνεύμα της, και οι τοίχοι δεν την χωρούσαν. Αντίθετα στο μαγαζάκι έβρισκε την ησυχία που αναζητούσε και παρέα με τα νιαουρίσματα των αδέσποτων γατών, θρηνούσε τον άντρα της με το δικό της, σιωπηλό τρόπο.
Τον τελευταίο καιρό όμως τύχαινε της επίσκεψης ενός νεαρού άνδρα που ήταν γνωστός στη γειτονιά, αφού η χρήση τον είχε μετατρέψει σε μια κινούμενη σκιά. Απόμακρος αν και ήταν, δεν φόβιζε την ηλικιωμένη χήρα. Η ζωή, της είχε μάθει να μην κρίνει από την εικόνα και να μη φοβάται εύκολα. Δεν είχε κάτι να περιμένει, ούτε κάτι να χάσει πια.
Αντίθετα ένιωθε όμορφα που έδινε σημασία στο «χαμένο νεαρό». Λίγα χρήματα απ το υστέρημα της και λίγο φαγητό ήταν αρκετά για να της χαρίσουν σε αντάλλαγμα ένα αχνό χαμόγελο και ένα ευχαριστώ. Χαιρόταν που έβλεπε πως μπορούσε να βοηθήσει κάποιον στην ηλικία του γιού της, αφού αυτόν τον είχε χάσει χρόνια πριν σε μια επέτειο του Πολυτεχνείου. Σαν εκείνη τη νύχτα… Που να ‘ξερε τι επρόκειτο να συμβεί λίγες ώρες αργότερα…

Hint 2

Δακρυγόνα! Μες του καπνού το γκρίζο ντουμάνι κορμιά παλεύουν στους δρόμους της αταξίας… ένας μεσήλικας με μαύρο δερμάτινο μπουφάν ξυλοκοπείται σε μια γωνιά από τρεις λαδί αρματωμένους ένστολους. Προσπαθεί να ξεφύγει απεγνωσμένα. Μόνος. Αβοήθητος. Ένας αστυνομικός έρχεται να τον «σώσει». Ο Ορέστης αρπάζει ξάφνου το πιστόλι του ηλικιωμένου μπάτσου! Η τρεμάμενη κάνη του όπλου σημαδεύει τους αιφνιδιασμένους καταστολείς απειλητικά. Πανικόβλητος ο, λουσμένος στο αίμα του, άνδρας αρχίζει να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση. Ποδοβολητά! Το ένστικτο της επιβίωσης δίνει στα πόδια του μια δύναμη απρόσμενη…

Και μετά ησυχία. Μες τα στενά των Εξαρχείων ο Ορέστης είχε μάθει να κρύβεται έπειτα από κάθε συμπλοκή όλα αυτά τα χρόνια. Πατημένα σαράντα κι όμως ακόμα πολεμάει για αόριστα ιδανικά και δίχως στόχο ή σκοπό. Και να που τώρα έχει βρεθεί με ένα κλεμμένο πιστόλι αστυνομικού στο χέρι. Πρέπει να το ξεφορτωθεί αμέσως! Αλλά αν τον έχουν ακολουθήσει; Δεν θα επέστρεφε ξανά στα χέρια των άνανδρων που τον «σάπισαν». Το πιστόλι στην μέση χωμένο στη ζώνη του φθαρμένου, ματωμένου τζιν. Που να κρυφτεί και που να πάει; …Στα στενά σοκάκια των Εξαρχείων σουρουπώνει. Καπνός στην ατμόσφαιρα. Και ήχοι από σειρήνες που ακούγονται ακόμη δυνατά …



Η λύση του μυστηρίου

Άσχημο πράγμα η εξάρτηση. Ύπουλο και άτιμο. Ο Στέλιος το ήξερε αυτό καλά… Κι ζωή, όμως, δεν του είχε φερθεί μεγαλόψυχα. Τον εαυτό του είχε μάθει από μικρός να μισεί. Το ορφανοτροφείο χάραξε στις πιο κρίσιμες αναμνήσεις του στιγμές μελανές. Και όταν οι σκοτεινοί δρόμοι είναι το σπίτι σου, και η φτώχια φαντάζει έκφραση πολυτελής, η ηρωίνη μοιάζει φίλος, σύμμαχος σκοτεινός. Μα όταν τα χρέη είναι πολλά, η εξάρτηση ανίκητη και η ζωή σου κινδυνεύει, δεν σκέφτεσαι λογικά, ούτε έντιμα. Γιατί την αγαπούσε την κυρία Δέσποινα. Η τουλάχιστον ένιωθε κάτι που η αδέσποτη ψυχή του ονόμαζε αγάπη. Κι όμως εκείνο το βράδυ η ανάγκη τον νίκησε… Η εξάρτηση τον κυρίευσε και το μαχαίρι βγήκε από την κουρελιασμένη τσέπη. Θα λήστευε το μόνο άνθρωπο που δεν αποτραβούσε το βλέμμα στην όψη του και σαν σκουπίδι δεν τον αντιμετώπιζε…

Η στριγκλιά της γριάς διαπεραστική! Ξάφνου, μια σκιά έγινε μανιασμένο σώμα που όρμησε με μιας στον βρώμικο ληστή. Πάλη! Το πιστόλι του Ορέστη ανάμεσα σε τέσσερα χέρια. Κρότος! Τα τζάμια του μαγαζιού μια σφαίρα έχει διαπεράσει. Πάλη ξανά! Μία σφαίρα στην κοιλιά της ηλικιωμένης γυναίκας και μία στο θώρακα. Στιγμή σιγής από τους μελανιασμένους άνδρες. Το πιστόλι στο πάτωμα. Οι ανάσες αγκομαχητά. Ο Ορέστης το σηκώνει πρώτος. Η τελευταία σφαίρα βιδώνεται βαθιά στο στήθος του Στέλιου καθώς το νεκρό του σώμα σωριάζεται στα μισοάδεια ράφια του μαγαζιού. Δυο πτώματα και ένας φυγάς με το κλεμμένο όπλο. Χρόνος για σκέψη και περισυλλογή δεν υπάρχει… «Δεν έφταιγες. Ήθελες να κάνεις το καλό.» σκέφτηκε. Μα οι γάτες ήταν οι μόνοι μάρτυρες του. Και αυτές κρυμμένες…

Με την καρέκλα σπάζει τα τζάμια του μαγαζιού. Θέλει να το κάνει να φανεί σαν ληστεία μετά φόνου και αυτοκτονία. Περίεργο πόσο βρώμικα τεχνάσματα σκαρφίζεται στη στιγμή το μυαλό κάποιου, που η τύχη διάλεξε να λερώσει τα χέρια του, με ξένο αίμα… το πιστόλι στο χέρι του νεκρού. Μια βαθιά ανάσα. Πόνος στο κορμί και την ψυχή του ακούσιου δολοφόνου. «Θεέ μου γιατί με άφησες να κρατήσω το πιστόλι;». Μια τελευταία ματιά στη μαυροφορεμένη γυναίκα. «Συγγνώμη!» συλλογίζεται. Και χάνεται τρέχοντας στο σκοτάδι. Οι σειρήνες ακούγονται από μακριά καθώς πλησιάζουν…


written and edited by mr.androu